Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Είσαι μακριά και τις ευχές, μια οθόνη θα στις πέψει, μα εύχομαι το γέλιο σου, ποτέ να μη στερέψει!

Χρόνια πολλά, χρόνια καλά,
ευχές με το τσουβάλι
δυο χιλιάδες και έντεκα ή να προσθέσω κι άλλη;

Αν δίνει ο Θεός ευχές,
δέξου και τη δική μου
Θεός δεν είμαι μα ότι πω
βγαίνει απ' τη ψυχή μου!!!
Στο χρόνο αυτό που έρχεται
μόνο χαρές να ζήσεις
ναναι πολλές που να μπορείς
και σ άλλους να χαρίσεις.
Ναναι η χρονιά που η χαρά
θα είναι συντροφιά σου
και η υγεία σίδερο
στην οικογένειά σου.
Ξημέρωμα πρωτοχρονιάς,
θέλω να πιάσεις άμμο
απού δεν έχει μετρημό,
ευχές να σου τις κάνω!!
Χαρές μεγάλες της ζωής,
το χρόνο αυτό να ζήσεις
τόσες πολλές που να μπορείς,
και σ' άλλους να χαρίσεις!!!
Πρωτοχρονιά μα δεν μπορώ
Τέτοια χαρά να νοιώσω
Αν δεν σου στείλω μήνυμα
Τσ΄ ευχές μου να σου δώσω!!!! 
Χρόνε που πέμπεις σήμερα
τη πρώτη σου αχτίδα
κάθε σου μέρα μια γιορτή
κάθε λεπτό σου ελπ’δα
Ο Άγιος Βασίλης εύχομαι
Να ρθε σο αρχονυικό σας
Να αφήσει δώρα και χαρές
Στο δέντρο το δικό σας!!
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς
έλα στα όνειρά μου,
ν' αρχίσει με χαμόγελο
εφέτος η χρονιά μου!!!

Μία ευχή σας κάνω εγώ για τον καινούργιο χρόνο, την πόρτα σας να την χτυπά η ευτυχία μόνο!.

Ταχειά ταχειά ν’αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ’ αγίου Βασιλείου
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός
– άγιος και πνευματικός -
στη γη να περπατήσει
βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήτον Άγιο Βασίλης
– Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις
– Καλό το λες αφέντη μου καλό και ευλογημένο
που το ΄βλογά η χάρη σου με το δεξιό σου χέρι
με το δεξιό με το ζερβό με το μαλαματένιο
- Για πες μου Άη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
– Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο
Εθέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια
και τα κορκοσκινίσματα χίλια και πεντακόσια
Ματ’ άλλα δεν εμέτρησα γιατί Χριστός επέρνα
Και κεια που στάθην’ ο Χριστός χρυσόν δεντρίν εβγήκεν
και κεια που μεταπάτησε χρυσό κυπαρισσάκι
πού ‘χε στην μέση τον σταυρό και στην κορφή την βρύση
Στα μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη
μα επά τον έχουν τον υγιό, το μοσχοκανακάρη…
Ευχόμαστε κι ελπίζουμε μέρες ευτυχισμένες,
γιατί η τύχη δεν γρικά κι είναι δυστιχισμένες.
Ο χρόνος αν μας μπεί στραβά φταίει το παληκάρι?
που ήκαμε το ποδαρικό την πρώτη του γενάρη?
Παράδες όλοι θελουμε κι αγάπη με ευτυχία,
μα αντί για αυτά μας έρχεται πάντα κακοτυχία.
Τον αη Βασίλη εκάμαμε ακόμη κι ακροβάτη,
για να γεννιέται στη καρδια αληθινή αγάπη.
Σας εύχομαι χρόνια πολλά και μαντινάδες φίνες
στους δώδεκα που μέλλονται πάλι ναρθούνε μήνες!
Ταχυά-ταχυά 'ν' αρχιμηνιά,ταχυά 'ν' αρχή του χρόνου
ταχυά 'ν' άπου περπάτηξεν  ο Κύριος στον κόσμο.

Και βγήκε κι εχαιρέτηξεν  όλους τους ζευγολάτες
κι ο πρώτος που χαιρέτηξεν  ήταν Aγιος Βασίλης.

-Καλώς τα κάνεις, Βασίλειε, καλό ζευγάριν έχεις

-Καλό το λέω αφέντη μου, καλό κι ευλογημένο

μα η Χάρη σου το βλόησε με το δεξό τζης χέρι
με το δεξό με το ζερβό με το μαλαματένιο.

Πευκένιο 'ναι τ' αλέτρι ντου, δαφνιένιος ο ζυγός του
τ' απανωζεύλια του ζυγού, βασιλικού κλωνάρι.

-Να σε ρωτήξω, βασιλειέ, πόσα μουζούρια σπέρνεις;

-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε

ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι απονωρίς στο σταύλο.

Μ' αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
Μουζοΰρι στάριν έσπειρα με το πλατύ πινάκι.

Κι εκεί τ' ανεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια,
μοΰδε λαγούδια ήπιασα, μηδέ περδίκια βρήκα.

Κι εθέρισα κι αλώνεψα κι ήβγαλα χίλια μόδια
με τ' αποσκιβαλίδια ντως χίλια και πεντακόσα

και τ' 'αλλά δεν τα μέτρησα γιατί ο Χριστός επέρνα
κι εκειά που πέρασε ο Χριστός χρυσό δενδρί εβγήκε.

κι απάνω στα κλωνάρια ντου πέρδικες κελαϊδούσαν:
Μα σένα, Αφέντη, πρέπει σου το πλια καλό ζευγάρι

να 'ναι τ' αλέτρι ντου λυγιά και ο ζυγός του δάφνη
και τ' απανωζευλώματα βασιλικού κλωνάρι.

Μα είπαμε τ' αφέντη μας που να πολυχρονίσει
στον Aγιον Τάφο του Χριστού να πα να προσκυνήσει

Επόπαμε τ' αφέντη μας να πούμε τση κυράς μας.
Κυρά λυγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα

που σαν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησία
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη


την όχεντρα την πλουμιστή γιορντάνι στο λαιμό σου.

Επόπαμε 'δα τση κυράς ας πούμε και τση κόρης:

Κυρά τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει,
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.

Γυρεύγει αμπέλια ατρύγητα κι αμπέλια τρυγημένα
γυρεύγει στάρια αθέριστα και στάρια μεσ' στ' αλώνι

γυρεύγει και χρυσό πουγκί στη μέση να το ζώνει.

Επόπαμε τση κόρης μας ας πούμε και του γιου μας.

Έχεις και γιο στα γράμματα περισσά σπουδαγμένο
λεβέντη και ομορφονιό στ' άρματα ξακουσμένο.

Να ζήσει χρόνους εκατό και να τσοι διαπεράσει
κι από τους εκατό κι εμπρός ν' αρχίξει να γεράσει.

Επόπαμε και του υγιού, ας πούμε και τση βάγιας.

Aψε βαγίτσα το κερί άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουχιούντισε σαν είντα δα μας βγάλεις

Γ-ή απάκι' γ-ή λουκάνικο, γ-ή από πλευράς κομμάτι
γ-ή άπου τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι

γ-ή απ' το λαδοπίθαρο κιαμμιά σταλιά λαδάκι
γ-ή απ' το κρασοβάρελο να πιούμε μια γεμάτη.
(Ύστερα από το φιλοδώρημα)
Επα που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσαν.
καλά να παν τα τέλη ντως και τ' αποδόματά ντως.
Κι' αν έχουν θηλυκό παιδί μοίρα καλή να κάνει
του βασιλέα τον υγιο άντρα να τόνε πάρει.
Πάλι κι αν είναι αρσενικό στη σέλα καβαλάρης
να σειέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι
να το μαζεύουν οι άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια
και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά απανυχίδια.
και χρόνια πολλά.

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Ηθη και εθιμα απο το Ηράκλειο-Κρήτη!

Πολλά και ενδιαφέροντα είναι τα έθιμα των Χριστουγέννων στο Ηράκλειο, αλλά και γενικότερα στην Κρήτη τα περισσότερα των οποίων διατηρούνται και στις ημέρες μας.
Παλιότερα ήταν έθιμο να μεγαλώνει κάθε οικογένεια στο χωριό ένα γουρούνι, το «χοίρο», όπως το έλεγαν, ο οποίος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων, κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα.
Το χοίρο τον έσφαζαν την ημέρα των Αγίων Δέκα και έφτιαχναν:
- λουκάνικα,
- απάκια,
- πηχτή η τσιλαδιά,
- σύγλινα, (δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου,
- ομαθιές, τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι,
- τσιγαρίδες, κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό, όταν μάζευαν τις ελιές.
Όμως, και σήμερα πολλοί στα χωριά ανατρέφουν γουρούνια τα οποία τα σφάζουν παραμονές των Χριστουγέννων.
Το Χριστόψωμο, το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή.
Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία.
Χρησιμοποιούν, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί.
Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Παλαιότερα στην Κρήτη τα ζώα είχαν μερίδα και στο Χριστόψωμο. Οι Κρητικοί το Χριστόψωμο, το ανακάτευαν με τα πίτουρα και το έδιναν στα ζώα να το φάνε, για να ευλογηθούν κι αυτά.
Γλυκίσματα:
Τα παραδοσιακά γλυκά των εορτών είναι τα Χριστόψωμα, τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, τα σαρίκια, οι λουκουμάδες, οι γλυκοκουλούρες, η Βασιλόπιτα. Τα μελομακάρονα βουτιούνται σε μέλι και πασπαλίζονται με κοπανισμένο καρύδι, σησάμι και κανέλα. Οι κουραμπιέδες έχουν αγνό βούτυρο, ρακί, αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη. Η ζάχαρη συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά της εποχής. Τα σαρίκια είναι από φύλλο ζύμης, τηγανίζονται σε καυτό λάδι και πασπαλίζονται με κανέλα και σησάμι. Τα ξεροτήγανα είναι περίπου ίδια με τα σαρίκια, αλλά, τυλίγονται στα δάκτυλα.
Το ποδαρικό:
Πρόκειται για ένα έθιμο που διατηρείται χρόνια. Ο πρώτος άνθρωπος που θα πατήσει με το πόδι του [ποδαρικό] στο σπίτι μετά την είσοδο του νέου χρόνου, πρέπει να είναι τυχερός για να φέρει τύχη στο σπίτι και να πατήσει πρώτα με το δεξί του πόδι για να πάνε όλα δεξιά δηλ. καλά.
Επίσης, την ημέρα της Πρωτοχρονιάς μεταφέρουν νερό από τη βρύση στο σπίτι και ο νοικοκύρης λέει: «Όπως τρέχει τούτο το νερό έτσι να τρέχουν και τα καλά στο σπίτι μου».
Ακόμη ο νοικοκύρης μεταφέρει μια πέτρα στο σπίτι λέγοντας: «Όπως είναι γερή τούτη η πέτρα έτσι να είναι γερό και το σπίτι μου». Σε ορισμένα μέρη του Ηρακλείου, την πρωτοχρονιά συνηθίζεται η οικογένεια να πηγαίνει στην εκκλησία. Μαζί τους παίρνουν μια εικόνα του σπιτιού, η οποία αφού λειτουργηθεί θα κάνει το ποδαρικό στο σπίτι.
Τα κάλαντα:
Πρόκειται για τα Παραδοσιακά κρητικά κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.
Με αυτά και με την Κρητική διάλεκτο μνημονεύουν τα γεγονότα των εορτών, καταλήγουν με ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού και λέγονται την παραμονή της κάθε γιορτής, συνήθως από παιδιά που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και τα τραγουδούν κρατώντας τρίγωνα, λύρες και λαούτα.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από Κρητικά Κάλαντα:
Ταχειά ταχειά ν’αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ’ αγίου Βασιλείου.
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός
-άγιος και πνευματικός-
στη γη να περπατήσει
βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήτον Άγιο Βασίλης
-Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις
Η «καλή χέρα»
Την πρωτοχρονιά οι παππούδες και οι στενοί συγγενείς δίνουν στα παιδιά την «καλή χέρα», δηλαδή,κάποιο χρηματικό ποσόν. Έθιμο που διατηρείται μέχρι και σήμερα.




Η μπουγάτσα
Στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας, θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση. Μάλιστα,σε όλους τους δρόμου του Ηρακλείου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έχουν στηθεί υπαίθριοι πάγκοι για την διανομή μπουγάτσας.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ!

Είναι παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι πέφτει πυκνό. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρό μου. Είναι τόσο όμορφο το κάτασπρο τοπίο. Μέσα κάνει ζέστη κι εγώ σκέφτομαι ότι έξω κάνει πολύ κρύο. Τι να κάνουν οι φτωχές οικογένειες άραγε;
Μετά από λίγο ντύθηκα ζεστά και βγήκα να κάνω μια βόλτα. Χωρίς να το καταλάβω πήρα το δρόμο για τη φτωχογειτονιά της πόλης μας. Σκεφτόμουν πόσο δυστυχισμένοι και λυπημένοι θα είναι οι κάτοικοί της τώρα. Άρχισα να παρακαλάω το Χριστό: «Αυτές τις γιορτινές ημέρες να περάσουν όλοι καλά».
Όταν κόντεψα στα στενά δρομάκια της φτωχογειτονιάς, τα οποία ήτανε όλο λακκούβες γεμάτες νερό, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μικρό κοριτσάκι που έκλεγε. Η μητέρα του προσπαθούσε να το κάνει να σταματήσει λέγοντάς του κάτι. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να δακρύζουν. Τότε το άκουσα να ψιθυρίζει: «Μαμά κρυώνω και πεινάω».
Εγώ δεν άντεξα κι έφυγα τρέχοντας. Μπήκα στο σπίτι με βαριά καρδιά. Ο πατέρας μου με κοίταξε και κατάλαβε ότι κάτι με στενοχώρησε. Τότε άρπαξα την ευκαιρία και του είπα ό,τι είχα ακούσει στη φτωχογειτονιά. Ο πατέρας μου κατάλαβε τι ζητούσα σιωπηλά. «Πάμε στα μαγαζιά;» με ρώτησε. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που θα δίναμε λίγη ευτυχία στη μικρούλα.
Μετά από λίγες ώρες πήγαμε στη φτωχογειτονιά. Θυμόμουν το σπιτάκι τους, γιατί ήταν το πιο μικρό. Χτυπήσαμε την πόρτα και περιμέναμε με αγωνία. Όταν άνοιξε, στην πόρτα ήταν η μικρούλα. Μας κοίταξε με απορία και φώναξε τη μητέρα της. Εγώ τότε έσκυψα και της έδωσα αυτό που κρατούσα. Την πιο όμορφη κούκλα που είδα ποτέ μου. Τα μάτια και το προσωπάκι της έλαμψαν από ευτυχία. Η μητέρα της κοίταζε κι αυτή όλο απορία. Ο πατέρας μου της εξήγησε και της ζήτησε να δεχτεί τα ψώνια που κάναμε. Η μητέρα του κοριτσιού μας ζήτησε να περάσουμε μέσα. Έκανε τόσο κρύο.
Μέσα σε λίγη ώρα μάθαμε πως το κοριτσάκι ήταν ορφανό από πατέρα και πως οι δυο τους ήταν μόνες στον κόσμο. Η μητέρα της έψαχνε δουλειά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να βρει. Ο πατέρας μου τότε έγραψε τη διεύθυνσή μας σ’ ένα χαρτάκι και της την έδωσε, για να ‘ρθουν να περάσουν μαζί μας τα Χριστούγεννα. Ευτυχώς δέχτηκαν.
Τις επόμενες μέρες ο πατέρας μου της είχε βρει ήδη μια δουλειά, για να μπορούν κι αυτοί να ζουν καλύτερα!

Σας εύχομαι από καρδιάς Καλά Χριστούγεννα!!!!!!!

"Άγγελος ήτανε Θεού,
της Βηθλεέμ τ΄αστέρι,
είθε και φέτος τη χαρά,
στο σπίτι σας να φέρει."

 ********************
"Δέντρο χριστουγεννιάτικο
μ’ ευχές έχω στολίσει
ο νέος χρόνος που θα ‘ρθει
χαρές να σε γεμίσει."

 ********************
"χρόνια πολλά χρόνια καλά
χρόνια γεμάτα υγεία
και του Χριστού η γέννηση
να φέρει ευτυχία." 

*********************** 
"Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά
χίλιες ευχές χαρίζω,
σε φίλους που τους αγαπώ
και τους υπολογίζω."

 ***********************
"Δέντρο χριστουγεννιάτικο
θα κάνω την καρδιά μου
χίλια γραμμένα σ' αγαπώ
να γράψω στα κλαδιά μου."






Δέντρο χριστουγεννιάτικο
να έχεις στολισμένο
με όλα όσα πεθυμάς
να είναι φορτωμένο.  

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

5/12/2010

"Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τα βρώ. Και καλύτερα ίσως να μην τα βρώ.Ίσως το φώς θα΄ναι μία νέα τυραννία.Ποιός ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει."
Καβάφης-"Τα παράθυρα"
 Πόσο εύκολα μπορούν να σε ξεγελάσουν τα παράθυρα...
Τάζουν κόσμους με λουλούδια και κρύβουν τ'αγκάθια. Κι εσύ μένεις εκεί να με κοιτάς. Δεν έχω χέρια να σου δώσω. Μη με κοιτάς, φύγε, κλείσε τα παντζούρια φεύγοντας. Θα σε κοιτώ απ'τις γρίλιες που απομακρύνεσαι.
Πόσο εύκολα σε ξεγελούν τα παράθυρα.Κόκκινα τα τριαντάφυλλα,ώριμο το χέρι που τα μαζεύει. Κι εσύ ακόμη εκεί; Άσε με μόνη επιτέλους. Δεν έχω τίποτα να δώσω. Κομματάκια ξανακολλημένα είμαι. Ολόκληρη κομματάκια, σπασμένη, έτοιμο να ραγίσει πάλι το σώμα μου.
Πόσο εύκολα σε ξεγέλασαν τα παράθυρα.Φύγε σου λέω, δε θ'αντέξεις να με δεις χαρακωμένη. Τα μάτια μου θα σε φοβίσουν. Και τα χέρια...
Πόσο εύκολα με ξεγέλασαν κι εμένα τα παράθυρα.

5 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2010.

"Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε."

Μία σημείωση του Πωλ Βαλερύ...
Μία σκέψη για καθετί που συνιστά ποίηση, έρωτα, ζωή...

GOOD EVENING!! -SERENADE.wmv

Νά τι κάνεις όταν νομίζεις πως θες να αφηγηθείς μια ιστορία
Ξεχνάς την ιστορία
κι αφήνεις τα δάχτυλά σου να κινηθούν πάνω στο ξεχασμένο σώμα της
Κι η κίνηση αυτή,
με το πρόσχημα μιας νότας που οδηγεί τα χέρια
ή ενός κελαϊδισμού που μένει πίσω από το άγγιγμα
Ίσως να άρχιζες όπως ένα παραμύθι
Θα φοβόσουν μάλλον το τέλος, το "ζήσαν αυτοί καλά..."
Ξεκινάς αυθόρμητα, όπως κάθε αρχή
Κι αν δεν είναι τώρα η "κατάλληλη" ώρα,
αυτό δε νομίζω πως το μαθαίνουμε ποτέ...
Το εγώ εύκολα φτιάχνεται
πάντα απευθύνεται στο εσύ
που δεν φτιάχνεται
Κλείνεται μόνο σε μια μουσική και περιμένει να το φανερώσεις με λέξεις...
Αλλά τα ίδια σου τα μέσα σε προδίδουν
όπως οι νότες τον μουσικό που θέλει να μιλήσει για εικόνες
ή οι λέξεις τον ποιητή που συνθέτει μουσική...
Ένα τραγούδι συνοδεύει την άνοιξη
Συνοδεύει τα χέρια μου
στην κίνηση που δείχνει
μόνο γωνιές της ιστορίας
που τελικά δε θα μάθω πως αρχίζει
κι ίσως να μη με νοιάζει

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Ομορφιές της Ινδίας!















τη φωτιά μου ανάστησα''

Για σένα
Για σένα ξημερώνει αυτός ο κόσμος.
Για σένα ετοιμάζεται η θάλασσα.
Για σένα φτερουγίζουν τα πουλιά.
Χτυπιούνται οι σειρήνες μες στα βράχια,
ζαχαρωμένα λόγια και καλέσματα.
Χωρίς μια στάλα αίμα στα φιλιά,
αχ, στα φιλιά.

Και συ, καλέ μου, στέκεσαι στου σύμπαντος τη μέση.
Αλήθεια παρανάλωμα
και μου φυλάς μια θέση.
Θεοί που συναντήθηκαν
και ποιος να τους χωρίσει.
Αυτοί που αγαπήθηκαν το φως έχουν γνωρίσει.

Για σένα λέει ψέμματα ο Απρίλης.
Για σένα τη φωτιά μου ανάστησα.
Για σένα ανοίγω πόρτα στην καρδιά.
Ξαναγεννάει η Κίρκη το νησί της,
σηκώνει το ραβδί της και λικνίζεται
μα ο μύθος της δε μ' ακουμπάει πια,
δε μ' ακουμπάει πια.
Τραγουδά  η Λιζέτα Καλημέρη,

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Η ΕΛΙΑ - Αφιερωμένη στο αγκαλιά ΖΩ.

Ακριβώς όμορφη δεν ήταν κι εδώ που τα λέμε μάλλον αδιάφορα την προσπερνούσες έτσι λεπτοκαμωμένη που ήταν δίχως καμπυλώσεις να προσελκύουν βλέμματα.
Μα αυτό στη νιότη της ωστόσο
γιατί κατά παράδοξο τρόπο απ’ όταν πέρασε η άνθισή της έγινε πιο αξιοπρόσεκτη. Κι όσο περνούσε ο καιρός, όσο μεγάλωνε κι οι ρυτίδες άρχιζαν να τη χαράζουν λες και της πρόσθεταν γοητεία αντί να της αφαιρούν.
Βρε, τι μου λέτε….γέρασα…. έλεγε κάποτε μα δίχως να το πιστεύει και τόσο ….Έλα ….έλα που χαϊδεύεσαι … αφού αρέσεις την πείραζαν οι φίλοι
Ναι, άρεσε. Το λεπτό της το κορμί ακόμα ζωντανό, τώρα έκανε εντύπωση κι αυτό τη διασκέδαζε και την έκανε να γελάει
Τι χαζομάρα…. Σκέφτηκε και τώρα. Τι χαζομάρα….
Έμεινε να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της, το λαιμό της…. Αχ, κακά τα ψέματα μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι σχεδόν απογοητευμένη. Κακά τα ψέμα ξανάπε και το χέρι της ταξίδεψε στις γραμμές που σημαδεύαν το λαιμό της, τρυφερά απαλά μην τον πληγώσει κι άλλο «τι είναι ο λαιμός πέρα από το μίσχο που στερεώνει το λουλούδι σου μικρή μου» της είχε πει κάποτε ένας γέρος κι εκείνη είχε ξεσπάσει σε γέλια ηχηρά –άκου μίσχος!-
Ξαναχαμογέλασε στη θύμηση και χαμογελούσε ακόμα όπως κατηφόριζε αδιάφορα πια το χέρι όταν εκεί στάθηκε. Στη ρίζα του λαιμού στάθηκε. Στη μικρή ελίτσα. Χρόνια πίσω, μικρό κοριτσάκι ακόμα, δεν τη θέλω είχε παραπονεθεί και πως θα σε γνωρίσουμε αν σε χάσουμε της είχε πει ο πατέρας της, το δικό σου σημάδι σου είναι. Μια σταλιά εκειδά. Τίποτα το σπουδαίο σχεδόν αδιόρατη κι ας την πείραζε κάποτε η Ζουμπουλιά όταν ήταν νεαρή σχεδόν έφηβη, πως θα ξετρέλαινε μ’ αυτό το σημαδάκι τους άντρες. Κανέναν δεν ξετρέλανε. Κανένας δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία…
Και τώρα το κοίταζε
Της φάνηκε ….. Πως είχε μεγαλώσει της φάνηκε …. πως είχε άλλο χρώμα…. Ανατρίχιασε ….

Έκλεισε ραντεβού με τη δερματολόγο όσο μπορούσε πιο σύντομα. Σχεδόν άσκησε πίεση στη γιατρό να τη δεχτεί….. ξαφνικά ένοιωθε φοβισμένη στα όρια του πανικού εκεί που η λογική και η γνώση σ’ αφήνουν να τα βγάλεις πέρα μόνη σου, έκθετη σ’ όσα δεν ξέρεις ή μισοξέρεις.
Γιατί το κορμί που εμπιστεύεσαι και το νοιώθεις δυνατό εργαλείο να σφύζει ζωή, να πάλλεται, σε προδίδει. Αφήνει να μπει ο εχθρός από την Κερκόπορτα, τη δική της Κερκόπορτα
Να ταν τούτο δω το μικρό σημαδάκι η τιμωρία για όσα δεδομένα νόμιζε;
Να ταν;
Κι αν;
Το χε είχε δει. Στο σπίτι της το είχε δει
Με τους δυο γονείς ταλαιπωρημένους από δερματικά …. Όχι δεν ήθελε να το πει. Να πει τη λέξη που ποτέ πριν δεν δυσκολευόταν να την εκφέρει. Όχι δεν θα την έλεγε, δε θα το γρουσούζευε ….
Δε γινόταν ….Δεν ήθελε να το περάσει. Δεν ήθελε!

Ίδρωνε. Δεν έκανε ζέστη και το σώμα της δεν ήταν απ’ αυτά που ιδρώνουν, μα τώρα το νοιωθε να υγραίνεται. Από τις ρίζες των μαλλιών της, το στήθος, το εσωτερικό των μηρών ως τα ακροδάχτυλά της πόδια χέρια ανάμεσα, ανάμεσα, το νοιωθε να νοτίζει από τη μυστική πηγή του φόβου. Του φόβου

Κι αν;
Αν;

Αυτό θα γινόταν; Θα βάζε ένα αν στη ζωή της; Να την κατατρέχει να την καταπίνει …..
Αυτό θα γινόταν; Θα γύριζε το μαγκάνι του «αν»;

Δεν το άντεχε.

Πρέπει να βγει είπε η γιατρός
Να βγει; Είχε γεννηθεί μ’ αυτήν. Ήταν η δική της η ελιά κι άμα χανόταν πώς θα την αναγνώριζαν τώρα…..
Ναι αλλά….. πήγε να πει
Και θα γίνει βιοψία φυσικά. Της φάνηκε πως κρατούσε ήδη μαχαίρι η γυναίκα με την άσπρη μπλούζα απέναντι και την έκοβε. Της έκοβε την όποια της αντίρρηση
Γιατί θέλησε να ρωτήσει. Γιατί…..
Γιατί Πρέπει να γίνει έτσι.

Κακοήθες μελάνωμα το είπε μια φορά κι ύστερα το ξανάπε συλλαβιστά κι αργά να το καταλάβει κα κο ή θες με λά νω μα
Γιατί!

Ο αέρας είχε βαρύνει. Η ανάσα της δυσκόλεψε θα πνιγώ σκέφτηκε με τρόμο πρέπει να φύγω από δω
Στροβιλίστηκε; Μπορεί ναι μπορεί όχι αλλά τα κατάφερε. Δραπέτευσε από το σώμα που δοκιμαζόταν, δραπέτευσε από οδηγίες, αγωνίες, βλέμματα λυπημένα και δάκρυα πολλά δάκρυα, κρυφά και φανερά, τα κατάφερε, βγήκε έξω του κι έγινε παρατηρητής της ζωής της.
Χειρουργείο, χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες, παρενέργειες ένα σώμα πληγωμένο…. και η ψυχή;
Η ψυχή απούσα
Το μπορείς;
Γυρνούσε ανέκφραστη ανάμεσα στη θλίψη που την κύκλωνε πήγαινε ερχόταν….. Λάθος. Την πήγαιναν την έφερναν…..
Πού είσαι της έλεγαν βουβά πού είσαι;
Αν γυρίσω πίσω πρέπει να κοιτάξω στα μάτια το ΦΟΒΟ μου. Πρέπει να το ζήσω να το ζήσω και δεν το θέλω!
Κραυγή, σιωπηλή κραυγή. Ποιος να την ακούσει μέσα σε τόση οδύνη….

Η γυναίκα κάθισε απέναντί της.
Δεν έχετε άλλη δουλειά; Ήταν αγενής αλλά δεν την ένοιαζε. Ήταν άρρωστη μπορούσε να είναι τα πάντα. Κακιά, δύστροπη, απαιτητική.
Φυσικά. Αλλά τώρα μπορώ να είμαι εδώ για σας. Αν το θέλετε….. Θα μου έκανε ευχαρίστηση να μιλήσουμε
Το χαμόγελο ήταν ειλικρινές.
Φαντάζομαι πως είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό. Η φωνή ήταν σταθερή, ήρεμη, δίχως οίκτο.
…………………………………………………………………………………………..

Τι είναι τα βήματα προς τη ζωή; Τι είναι το περπάτημα προς τα μπρος; Μια μεγάλη γουλιά ΘΕΛΩ. Να ζω θέλω.
Κάποτε το ξεχνά κανείς. Μα έρχεται ένα κάτι και τα πνευμόνια σου αρχίζουν να δουλεύουν πάλι
Και ο τοίχος ραγίζει……………..

Εκείνο το βράδυ μετά από καιρό έκλαψε. Πολύ έκλαψε κι ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Κοίταξε τον πληγωμένο της λαιμό κι ύστερα το φόβο της απέναντι. Αναμετρήθηκαν. Θα σε παλέψω του είπε. Θα σε παλέψω


Αφιερωμένη
στο αγκαλιά-ΖΩ

Οι νοικάρηδες . ΔΙΗΓΗΜΑ.


Ο Χαρίδημος και το Νικολιό ήτανε φίλοι. Από κείνους που διαβάζεις στα βιβλία κι ολοένα πιο δύσκολο γίνεται να τους συναντήσεις στην κανονική ζωή. Αυτοί ωστόσο κι ας ήτανε τόσο διαφορετικοί μπορεί και εξαιτίας αυτού, δίδυμο σημείο αναφοράς περνάγανε. Και ποτέ δεν έλεγες, Χαρίδημος χωρίς να πεις Νικολιό και το ανάποδο.

Αλλιώτικοι. Όσο ψηλός ο Χαρίδημος, τόσο κοντός το Νικολιό κι όσο νοστίμευε το Νικολιό με τη χάρη στην περπατησιά, τα σκούρα του σγουρά μαλλιά, τα μεγάλα μάτια και το τσαχπίνικο στόμα, τόσο άχαρος ο Χαρίδημος στην όψη με τα μακριά του τα κανιά να μην ξέρει που να τα βολέψει και το γυαλιστερό του κεφάλι σ’ έναν καιρό που η καθολική ξούρα του τριχωτού δεν είχε γίνει μόδα. Μπορεί τα μάτια του, ανοιχτά καστανά στο χρώμα του μελιού, με μια ιδέα αγαθότητας, να άρεσαν μα τα κράταγε χαμηλά ντροπαλά σαν κορίτσι.
Ο Χαρίδημος έπαιζε όργανο. Μαντολίνο θαρρώ κι ο φίλος του τον συνόδευε τραγουδιστικά και σε μεγάλα κέφια χόρευε κιόλας.

Γέμιζε λοιπόν το σπίτι μας χαρούμενους και φορές λυπητερούς σκοπούς ή και νοσταλγικούς κάποτε και λέω το σπίτι μας γιατί ο Χαρίδημος και το Νικολιό ήταν οι καινούριοι νοικάρηδες. Νοίκιασαν μόνο τη μια κάμαρα, την πίσω, για να ναι πιο ανεξάρτητοι αφού δεν μας συνέδεε μαζί της καμιά μεσιανή πόρτα. Πότε μπαίναν πότε βγαίναν χαμπάρι δεν έπαιρνες αφού η έξοδός τους ήταν πίσω ενώ εμάς μπροστά κι αν δεν ήταν η μουσική μπορεί και να τους ξεχνάγαμε τελείως.
Ήταν όμως οι ήχοι που μας μάζευαν δειλά, ντροπαλά, στην άκρη της πόρτας μισοκρυμένοι μισοφανεροί, αυτιά και μάτια αδηφάγα, μέχρι που το ζευγάρι των μπεκιάρηδων μας έπαιρνε χαμπάρι και μας καλούσε μέσα.

Το ζευγάρι των μπεκιάρηδων. Έτσι τους χαρακτηρίζανε καθώς ήτανε ανύπαντροι κι οι δυο κι ας ήταν ακόμα και για τα δικά μου μάτια πολύ νέοι. Να λίγο και θα τους φτάναμε. Μπορεί να φταιγε που το Νικολιό ήταν στο μπόι μας και τους περνάγαμε κοντά συνομήλικους μας.

Δουλεύανε κι οι δυο. Ο Χαρίδημος στις οικοδομές, σοβατζής θαρρώ και το Νικολιό ραφτάκος. Όλη μέρα να λείπουνε. Ο ένας στο γιαπί να κρεμιέται. Τα όνειρα για ένα κεραμίδι να τελειώνει κι ο άλλος πάνω στη βελόνα με υπομονή και τέχνη να αλαφρώνει την αυστηρότητα του αντρικού ντυσίματος.
Γυρνούσανε αργά. Οι ήχοι μαρτυρούσανε την ετοιμασία του φαγητού μόλο που σαν η γειτονιά τους γνώρισε δεν τους άφησε ποτέ από την έγνοια της και τα πιάτα, σκεπασμένα και καλυμμένα προσεχτικά, να μη δίνουνε στόχο, τους χτυπούσανε την πόρτα. Ύστερα άλλοι ήχοι πρόδιδαν πως τρώγανε. Ήτανε το ράδιο που το ανοίγανε σιγαλά να τους συνοδεύει.

Τα Σάββατα δεν τους χωρούσε το σπίτι. Ώσπου να ρθούνε, φεύγανε. Πότε γυρνούσαν απ’ τη δουλειά, πότε πλενόντουσαν, πότε γινότανε καπνός, χαμπάρι δεν παίρναμε και μόνο η κολόνια έμενε σημάδι της αντρικής παρουσίας. Όταν γυρνούσανε, ξυπνούσαμε από τα δυνατά γέλια. Σχεδόν πάντα ο Χαρίδημος που ήτανε τόσο σοβαρός στην όψη τράνταζε το σπίτι με το γέλιο του κι ήτανε το Νικολιό που σιργουλευτικά μαλακά και σιγανά προσπαθούσε να τον κάνει να χαμηλώσει τη φωνή μα δύσκολα το κατάφερνε και μόνο σαν τον έβαζε στο κρεβάτι ησύχαζε. Και φαίνεται πως το Νικολιό γρήγορα πήρε το κολάι , έμαθε να τον ξεντύνει γρήγορα κι έτσι βρίσκαμε ξανά τον ύπνο μας μετά από στιγμιαίο διάλειμμα. Και μπορεί και να νομίζαμε πως μες στ’όνειρο κάτι μας τάραξε και ξυπνήσαμε αλλά ερχόταν η άλλη μέρα, βλέπαμε το Χαρίδημο με ακόμα πιο σκυμμένο το κεφάλι να λέει την ψιθυριστή του καλημέρα και αμέσως καταλαβαίναμε την αιτία.Καθώς έγιναν δικοί μας άνθρωποι αρχίσαμε να αντιπαθούμε τα βράδια που μας τους έκλεβαν. Ας ήταν κουρασμένοι μόλις παίρναν είδηση πως καθόμαστε στη γωνιά ν’ακούσουμε το τραγούδι τους, μας καλούσανε μέσα, στην αρχή εμάς τους μικρούς μα αργότερα και οι μεγάλοι γυναίκες το πιο πολύ σμίγανε μαζί μας, αυτές δεν μπαίνανε στη μικρή κάμαρα, μένανε απέξω κουκουβιστά στη μικρή πόρτα συνοδεύοντας το τραγούδι.
Μόνο η Πέρσα έμενε παράμερα.

Η Πέρσα, μια μεγαλοκοπέλα με σακατεμένο κορμί ζούσε σ’ ένα σπιτάκι στην ίδια πίσω αυλή με τη δική μας με μια κληματαριά απέξω. Σε μια γειτονιά όλο στέγνια και ξεραΐλα η κληματαριά μοναδικό σημάδι απαλότητας και ελπίδας, μάζευε τα θερινά απομεσήμερα, ηλιοβασανισμένους μέτοικους, κυρίως γυναίκες μια και οι άντρες κάναν στάση κατά τα ειωθότα του τόπου που άφησαν, στο καφενείο της πλατείας δυο βήματα πιο κει. Καφενείο είπα; Καφενεία ήθελα να πω καθώς μια σταλιά τόπος έβριθε στο ντουκιάνι κατά πως είναι η τούρκική ονομασία του εν λόγω μαγαζιού. Και δώστου οι καβγάδες για τα πολιτικά που ήτανε και σε φούντωση εκεί μέσα του ’60 και μόλο που η πλειοψηφία ήτανε βενιζελικοί και στην πορεία με το γερο-Παπαντρέου ήτανε όλα που γινότανε κι άλλος έλεγε έτσι κι άλλος αλλιώς κι ανεβαίνανε οι τόνοι ανακατεύονταν οι κουβέντες και ποιος μιλούσε σε ποιον κι από ποιο μαγαζί δυσκολοξεδιάλυτο

Στο μεταξύ οι γυναίκες πίνανε καφέ συνοδευμένο κάποτε από γλυκό του κουταλιού ή κανένα οπωρικό από τα χέρια της Πέρσας και κουνάγανε το κεφάλι καθώς οι φωνές των αντρών περνάγανε στο χωμάτινο δρόμο και φτάνανε στ’ αυτιά τους.
Τα παιδιά παίζανε, οι γυναίκες πλέκανε και κλώθανε μαζί μυστικά και όνειρα για καλοστέριωμα σ’ αυτή την άκρη που όμως όσο και να πεις πολιτεία λογιάζονταν.
Και μόνο η Πέρσα έμενε να μη μιλά για όνειρα …

Έμενε με τον αδερφό της ένα ομορφάντρα που του άρεσε το γλέντι και η καλή παρέα. Μαυλιστής, έριχνε ματιές σαϊτιές κι ένα γέλιο που σ’ έπαιρνε πέρα από το γερασμένο πρόσωπο της γειτονιάς. Αγαπημένος των γυναικών δύσκολα πιανόταν στα δίχτυα κι η αδερφή με ανησυχία έβλεπε το παιχνίδι με τον έρωτα. Δεν ήταν και μικρός. Είχε καβατζάρει από καιρό τα τριάντα μα δε φαινόταν πως τον ένοιαζε, αλήθεια, να κάνει οικογένεια. Ν’αποκατασταθεί. Αυτός, γιατί η Πέρσα…

Και κατά παρέκκλιση, εντελώς κατ’εξαίρεση όλοι φαίνεται να συνωμοτούν για την παντρειά του Θανάση.
«Βρε μπρε μια γυναίκα να ξεκουράσει και τη μαύρη Πέρσα. Δεν τη λυπάσαι κοντό;»
Η μόνιμη επωδός για να πειστεί : «Δεν τη λυπάσαι κοντό;»
Πόσο να λυπηθεί κανείς; Και γιατί να λυπηθεί κανείς ή θα τανε σωστότερο να λέγαμε γιατί να πρωτολυπηθεί κανείς καθώς η λύπη είναι το οδυνηρότερο των συναισθημάτων γι’ αυτόν που τα προξενεί, όπως η Πέρσα. Όπως η Πέρσα…

Είχε ένα πολύ όμορφα σμιλεμένο πρόσωπο με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια. Ανοιχτά καστανά. Στο χρώμα του ανθόμελου. Τόσο φωτεινά…
Καλογραμμένα χείλη που στο άνοιγμά τους αποκάλυπταν μια ζηλευτή οδοντοστοιχία.
Κοχυλένιοι λοβοί με παλαιϊκά σκουλαρίκια – ενθύμημα από τη μακαρίτισσα τη μάνα της – και μια χοντρή πλεξίδα συμπλήρωναν το πορτραίτο μιας μορφής που ταίριαζε περισσότερο σε κόρη του βορρά παρά σε μια Πέρσα γόνο ενός τόπου που στα κόκκινα μαλλιά έβλεπε το σημάδι του σατανά.
Γιατί κόκκινα ήταν τα μαλλιά της. Πυρά μάλιστα. Τα μάζευε πάντα ψηλά και μόνο όταν τα λουζε τα βλέπαμε καθώς τα χτένιζε.
Στεκόταν πάντα στην αυλή, όταν είχε καλό καιρό, και με τον ήλιο πάνω τους να τα πυρπολεί λες, σεργιάνιζε το χτένι πάνω τους ένα χάδι.

Το παμε κιόλας πως ήτανε ασύνηθος ο χρωματισμός τους, ένα σκάνδαλο. Θα ταίριαζε μπορεί σε μια γυναίκα άλλη άλλου τόπου κι άλλης τάξης. Να μπαίνει σε σαλόνια καλλιτεχνών και να αφήνει τις πύρινες φλόγες αμολυτές να κατακαίνε . Θα ταίριαζε σ’ ένα κορμί γερό, μια γυναίκα δυνατή που δε θα λέγανε στον αδερφό της «κοντό δεν τη λυπάσαι;» γιατί θα ταν από χρόνια παντρεμένη και παιδιομένη μ’ ένα καλό άντρα που θα την τιμούσε και θα βλεπε την ομορφιά της τη σπάνια…
«Πέρσα! Πέρσα!»
«Όριζε!»
«Το ποκάμισσο μου μωρή..»
«Έτοιμο, αδέρφι …»
Και κούτσα κούτσα το σακατεμένο κορμί να πολεμά να βιαστε, να εξυπηρετήσει, να υπηρετήσει…
«Πέρσαα!»
Και κούτσα κούτσα….κούτσα κούτσα….
Μόνο τα χείλη ….τα χείλη….. Πότε πότε τρεμούλιαζαν και τα μεγάλα μάτια θόλωναν. Λίγο μόνο. Όσο να φανούν ακόμα πιο μεγάλα και όμορφα…
Ίσως σε μια τέτοια στιγμή να την είδε το Νικολιό. Εκείνος, της μίλησε. Νόμισε πως έκλαιγε …πως κάτι είχε… Και μπορεί τότε να είδε πόσο όμορφη ήταν και …την αγάπησε …γιατί λέω τι άλλο είναι η αγάπη; Να βλέπει μόνο την ομορφιά και η ασκήμια να σβηέται…
……………………………………………………………………………………
Κολοκύθια! Η Πέρσα τον λιγουρεύτηκε… Σιτεμένη γυναίκα, περασμένα τα χρόνια της είχε και το σακατιλίκι…Σιγά μην την ορέχτηκε το Νικολιό που χε τα νιάτα τα χρυσά… Και μην ήταν άσκημος; Ανεπρόκοπος; Χαρτοπαίχτης; Ζαριτζής; Τίποτα τίποτα … ψεγάδι κανένα…. Πώς ήτανε κοντός; Σιγά το ελάττωμα…
Όχι. Η Πέρσα έφταιξε. Αυτή τον περίμενε ένα βράδυ. Μισοκρυμένη η άμυαλη… τον είδε κι έπεσε πάνω του….
Σ’ αγαπώ του λέει-ακούς ντροπές; Ε, κι αυτός πώς να την αποπάρει που θρηνούσε και χτυπιότανε η αλαφρονούσα;
…………………………………………………………………………………………
Ο Θανάσης-η αλήθεια να λέγεται- προσπάθησε να πει στην αδερφή του….

Να της βάλει μυαλό προσπάθησε μα αυτή το χε …παντελώς χαμένο… και του λέει –ακούς εσύ;- του λέει πήγαινε και κάνε την προξενιά… αν δεν τονε πάρω θα σκοτωθώ…
Και βλαστήμησε ο αδερφός την κακή του μοίρα μα τση το κανε το χατήρι και πήγε…

Δεν ήξερε πως το Νικολιό είχε πει στην Πέρσα πως την αγαπούσε….πως να του πάει στο νου….

«Νικολιό, κατέχω σε και κατέχεις με…. Μιαν αδερφή έχω…»
Δύσκολο του ρχοτανε
Ανάθεμά το! ανάθεμα το χρέος που λέγανε πως είχε και το σεβντά που ξυπνά στων γυναικών τα μαραμένα στήθια

Έμεινε να τον κοιτά …το Νικολιό έβαλε μια ρακή… δεύτερη ….Αμίλητοι τις ήπιανε. Πάνω που θα βαζε και την τρίτη του πιασε το χέρι…..

Και του πε ο μαυροσκοτεινός αν ήθελε, την αδερφή του να του δώσει και πολέμησε να μην προδώσει τον καημό τση
Μα επίστευγενε πως θελα πει το ναι;
«Είπενέ μου απώς είσαι καλή κοπελιά λέει και….»

το «και» ή μάλλον τη συνέχεια του δεν την άκουσε ποτέ πήγε στη μέσα κάμαρα ….Ο Θανάσης ανασήκωσε τους ώμους και βγήκε

«Ίντα διάολο τση ρέχτηκε το Νικολιό;»
κι αυτή ούτε που τ’ άκουσε…

Από κείνη τη μέρα είχανε να πούνε σε υστερότερο χρόνο- από κείνη τη μέρα η Πέρσα χάθηκε. Όχι, στην κυριολεξία. Δεν πήγε πουθενά. Δεν έφυγε, δεν απομάκρυνε τον εαυτό της από τον κόσμο
Ο κόσμος έφυγε απ’ αυτήν. Ένα περίεργο πράγμα αλλά να! Ο ίσκιος της κρεβατίνας σταμάτησε να φιλοξενεί το γυναικόκοσμο. Σαν να τα χαν πει πια όλα, να χαν αποσωθεί λέει τα λόγια και η απογευματινή σύναξη εκεί δυο βήματα από την πλατεία να ταν περιττή.

Στην πραγματικότητα πρώτος έφυγε ο Χαρίδημος. Είχε μέρες που μια κατήφεια είχε πέσει. Το ραδιόφωνο δεν ακουγόταν και το Σάββατο, ο Χαρίδημος έμεινε μέσα. Πρέπει όμως να πινε μοναχός του γιατί πρώτη φορά ακούσαμε το Νικολιό δυνατά να του λέει «Δε σου παραπιάνω. Μεθυσμένος είσαι…» μα ο Χαρίδημος φώναζε πολύ αν και δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε μπερδεμένα τα λόγια του μόνο μια φορά ακούστηκε το όνομα Πέρσα κι ύστερα χτύποι. Κανείς δεν κινήθηκε…. Ένα βήμα πιο κει να κάνει να δει μη και χτύπησε κανείς μη και…. Στεκόμαστε με την ανάσα πιασμένη κι ίσως να ξημερώναμε μα είπε η μάνα «άντρες είναι πρέπει να ξεθυμάνουν πάμετε να κοιμηθούμε.»
Κι ως φαίνεται κοιμήθηκα γιατί ούτε πήρα είδηση πως ο Χαρίδημος έφυγε. Μα αυτή δεν είναι η σωστή λέξη. Εγκατέλειψε το σπίτι μας θα πρεπε να πω μα πιο σωστά όχι, πάλι εμάς μα το Νικολιό.
Και κείνος μας απόφευγε. Για πρώτη φορά δεν μας καλούσε στο σπίτι, δε γελούσε. Βαρύς έμπαινε βαρύς έβγαινε. Ώσπου ένα βράδυ ήρθε ο πατέρας και του μίλησε. Τι είπανε δεν έμαθα. Μόνο την άλλη μέρα η κάμερα άδειασε.
Έφυγε και το Νικολιό χωρίς κι αυτός να μας αποχαιρετήσει. Τι στο καλό πάθανε όλοι με μιας;
………………………………………………………………………………………..
Πεθαίνοντας η μάνα μου μάζεψε τόσον κόσμο ως να τανε πρόσωπο απ’ αυτά που τα λένε επώνυμα και δεν έμεινε κανείς να μην έρθει να την αποχαιρετήσει. Και οι περισσότεροι άγνωστοι σαν τον οδοκαθαριστή που η καλημέρα της του γλύκαινε τη μέρα (ως είπε)….
Μέσα στο χαμό του κόσμου που να τους βάλεις που να καθίσουν απέναντι στην εξώπορτα στεκόμουν μα με την πλάτη στραμμένη

«Έφυγες κι άδειασε ο κόσμος μου κερά μου…»

Γύρισα. Μια γυναίκα ακουμπισμένη στο κάγκελο της βεράντας. Περασμένη σε χρόνια. Μικρόσωμη. Ποια ήταν; Το μοιρολόι γιατί;

Πλησίασα ως όφειλα.
«Μαιρούλα, παιδί μου…..», είπε κι ένα δυσλειτουργικό κορμί έκανε με κόπο δυο βήματα προς το μέρος μου….Κι έπεσε, σχεδόν πάνω μου, σε μια προσπάθεια να μ’ αγκαλιάσει κάνοντάς με να σκεφτώ πως παρότι η δική μου η μάνα κοιτόταν νεκρή, εκείνης η θλίψη φαινόταν τουλάχιστον με πιο έντονο τρόπο.

Φάτσες δε θυμάμαι. Δύσκολα συγκρατώ χαρακτηριστικά στη θύμησή μου. Για να συμβεί πρέπει κι άλλοι παράγοντες να συνομολογούν σ’ αυτό.
Κι εκείνη η γυναίκα φαινόταν γνώριμη ενός κόσμου ή μιας εποχής ολότελα χαμένης. Πού να ψάξω να τη βρω….
Τέτοιες δύσκολες στιγμές ένας μου εαυτός ως εν εγρηγόρσει ή εν επαγρυπνήσει τελών, θυμάται και αναγνωρίζει. Με γρήγορες, σχεδόν αστραπιαίες κινήσεις ξεθάβει θυμητάρια, τα ξεσκονίζει και τα επαναπροβάλει.
Αυτό έγινε και τώρα και χωρίς να το θέλω ένοιωσα να ανταποκρίνομαι στο αγκάλιασμα και συγκινημένη…..
«Πέρσα! Πέρσα! Πόσο μου έλειψες!»
Λες κι είχε πάει απλά ταξίδι και δεν είχε περάσει ένα ποτάμι ζωή ανάμεσό μας.
Μείναμε να χύνουμε δάκρυα, εκείνη μια μικροσκοπική γερασμένη στραπατσαρισμένη φιγούρα κι εγώ πια γυναίκα στην ακμή της να την περνώ ένα κεφάλι
«Μαιρούλα μου…. Κοριτσάκι μου….»

Ακριβώς, γιατί κλαίγαμε ούτε ξέρω. Κι αν ήταν για τη μάνα μου ή για όλα όσα χάναμε κάθε μέρα αναντικατάστατα.
Αρχίσαμε να τα λέμε πιο πολύ εκείνη ρώταγε….. Τα δικά μου τα ερωτήματα δεν κατάφερναν να βρουν δρόμο, να βγουν από το στόμα. Σκόνταφταν στο «Θυμάσαι;» που όλο πεταγόταν στη μέση …..

Πότε τελειώνουν ή μάλλον πότε αρχίζουν τα «θυμάσαι;» αυτό πολύ με παιδεύει ….
…………………………………………………………………………………………..
Το βράδυ φάνηκαν κι οι δυο παλιοί νοικάρηδες, ο Χαρίδημος με το Νικολιό. Ο Χαρίδημος σχεδόν ίδιος είχε απομείνει. Ένας μπεκιάρης μακρυκάνης, λιγνός, ίδια διστακτικός και ντροπαλός. Το Νικολιό οικογενειάρχης (η γυναίκα του ως έμαθα του ριχνε ενάμισι κεφάλι), είχε βαρύνει απ’ τα κιλά και τα χρόνια. Είχε γίνει δυσκίνητος τα μαλλιά του γκριζάρισαν κι αραίωσαν… Κοντύτερος μου φάνηκε μα ίδια αγαπησιάρης μ’ αγκάλιασε δίχως να υπολογίσει την αυστηρή ματιά του φίλου του.
Κάτσαμε για λίγο μαζί να τα πούμε. Να ενώσουμε το παλιό νήμα κι όλο το Νικολιό μιλούσε κι εντύπωση μου έκανε που ρωτούσε ως να μην ήμουν εγώ που είχα φύγει κι είχα αποκοπεί αλλά εκείνος που αν και δεν έμενε πολύ μακρια λες κι είχε μετοικήσει σε άλλη χώρα και είδηση δεν είχε πάρει για όσα είχαν διαδραματιστεί.

Και κάποια στιγμή πήγα να σηκωθώ να χαιρετήσω κι άλλους -ο κόσμος δεν είχε σταματήσει να ρχεται- μου πιασε το χέρι
«Η Πέρσα;» ρώτησε
Και μου φάνηκε πως και των δυο τα μάτια με κοίταζαν μ’ αγωνία την απάντηση προσμένοντας.
«Ήρθε» είπα. «Ήρθε νωρίτερα»
Έγινε σιωπή. Ή εγώ έτσι την ένοιωσα.
«Παντρεύτηκε» συνέχισα. «Έχει κι ένα γιο……»
Σαν να είδα την ανακούφιση και στους δυο. Το Νικολιό μου άφησε το χέρι ως να τελείωσε η υποχρέωσή μου.

Απομακρύνθηκα κι ας μην είχα τελειώσει την κουβέντα μου για τα νέα της που η ίδια είχε αποφύγει να μου πει μα η αδερφή της μου εμπιστεύτηκε.
«Ε, τη μαύρη Πέρσα! Ο άντρας τση γέρος και κακός τση ψηνε το ψάρι στ’ αχείλι…. Ένα κοπέλι έκαμε κι αυτό όλο σεληνιάζεται…. Και να χε παίρνει τα φάρμακά του οχιάλως….. μα αυτό είναι ανεμοκόπελη φρουκάται και α τηνε φάει ο καημός του…»

ΜΑ ΕΓΩ - ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΧΑΤΖΗΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΓΙΩΤΑ ΝΕΓΚΑ

Στίχοι - Μουσική: Σταμάτης Χατζηευσταθίου
Ερμηνεία: Σταμάτης Χατζηευσταθίου - Γιώτα Νέγκα
Άλμπουμ: Σαν των ανθρώπων τις φωνές

Μετράω στη ζωή μου αποσκευές
Φτιάχνεις καράβια στις στεριές και τα φορτώνεις παραμύθια

Μετράω στη ζωή μου τις σκιές
Σε Ατλαντίδες μακρινές θα ξεκινάς πάντα ταξίδια

Κι όλο δε μου βγαίνει
Κι όλο ελπίζω πως θα αλλάξει μα η ζωή δεν περιμένει
Κι όλο κύκλους κάνει
Κι αυτό που νόμιζα πατρίδα μου κρυμμένο ήταν λιμάνι

Μα εγώ
Θα έχω για εσένα μια αγκαλιά
Πάντα να κρύβεσαι απ' του κόσμου τα φθηνά
Μα εγώ να δεις που τα μισά σου θα μπορώ να αγαπώ

Μα εγώ
Θα έχω για εσένα μια ζωή
Να μη φοβάσαι όταν έρχεται βροχή
Μα εγώ μπορώ να σου ετοιμάζω πρωινό τον ουρανό

Μετράω στη ζωή μου διαδρομές
Μα η μεγαλύτερη είναι αυτή που 'χει η ψυχή απ'την αφή

Μετράω στη ζωή μου τις βροχές
Μα των ματιών σου οι συννεφιές μου σκοτεινιάζουν τη ζωή

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me