Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Ο ξένος(Διδακτικές ιστορίες κ μύθοι......)

Μια μέρα ήρθε ένας ξένος στο χωριό. Στάθηκε στην πλατεία και ξετύ
λιξε ένα πανό  Έγραφε “Κοινωνική Κουζίνα – Ο Άλλος Άνθρωπος”. Έστρωσε ένα τσουκάλι στη φωτιά κι έπιασε να μαγειρεύει.

-Τι είναι τούτο πάλι; Ποιός είναι αυτός;
-Δωρεάν φαγητό για όλους λέει;
-Ναι, εμείς δεν έχουμε κανέναν που να πεινάει.
-Και τι με νοιάζει εμένα, η σύνταξη να πέφτει.
-Δίκιο έχεις. Να μπαίνει ευρώ στην πανταλόνα.
-Τι παριστάνει ετούτος δηλαδή; Θ’ αλλάξει τον κόσμο;
-Έλα ντε.
Πετάχτηκε κι ο παπάς:
-Ρε τούτος θα μας πάρει τη δουλειά. Κι εμείς τι κάνουμε εδώ;
Κι ένας πολιτευτής συμφώνησε:
-Ετούτος και κάποιοι άλλοι σαν και δαύτονε θα μας χαλάσουν το μαγαζί. Τόσα χρόνια δηλαδή εμείς τι κάνουμε;
-Κάτι λέει για Αλληλεγγύη.
-Τι λέξη είν’ αυτή;
-Δεν ξέρω. Στο σχολειό μάθαμε να τηράμε μια το πίνακα και μια το βιβλίο. Τι γινότανε δίπλα ούτε που θυμάμαι.
Τότε πήρε το λόγο ο παππούς:
-Η Αλληλεγγύη υπήρχε τα παλιά χρόνια, δεν τη προλάβατε εσείς.
-Και πως ήτανε τότες;
-Τότες οι αυλές ήσαντε ανοιχτές. Ούλοι μια γειτονιά. Δεν υπήρχαν σιδεριές και συναγερμοί. Και τα σκυλιά ήσαντε και φίλοι όχι μόνο φύλακες. Όποιος είχε κάτι το μοιραζότανε, κι όποιος δεν είχε το μοιραζότανε κι αυτός. Γλεντάγαμε μαζί, κλαίγαμε μαζί, γελάγαμε μαζί και στο τέλος της ημέρας ο λογαριασμός ήταν ίδιος για όλους.
-Δηλαδη;
-Δηλαδή να…Η χαρά πολλαπλασιαζότανε γιατί την μοιραζόμασταν. Δεν χανότανε στο μοίρασμα, μ’ ένα περίεργο τρόπο αυγάταινε. Και η λύπη λιγόστευε. Όσο πιο πολλοί την κουβαλούσαμε αλάφραινε.
-Είναι πολλά τα χρόνια που’ φυγε αυτή η, πως την είπες, Αλληλεγγύη;
-Είναι. Από τότε που’ ρθε το χρήμα κι η ανάπτυξη. Το χρήμα έφερε τη μοναξιά.
-Μα γίνεται αυτό; Άμα δεν έχω μισθό πως θα ζήσω;
-Αμ γίνεται. Με το χρήμα αλλάζει το βλέμμα σου. Δεν βλέπεις δίπλα σου. Η ματιά σου φτάνει στο ύψος του μισθού σου και στο βάθος της τσέπης σου. Παραδίπλα τίποτα. Δε φταίς εσύ, η ανάγκη βλέπεις. Αλλά δεν μάθατε κι αλλιώς. Από μικρά σας ζέψανε στο ζυγό της οικονομίας. Όλα τα μετράμε με βάση τις ανάγκες μας. Παραπέρα τίποτα. Δεν προφταίνουμε. Να, κοιτάτε την πλατεία.
-Πω, πω!!!
Η πλατεία είχε γεμίσει από ανθρώπους που καθόντουσαν κι έτρωγαν σιωπηλοί.
-Που ήταν όλοι αυτοί κρυμμένοι;
-Αυτοί ήταν κρυμμένοι ή εσύ;
Μόλις απόσωσε ο “Άλλος Άνθρωπος” μάζεψε το τσουκάλι του και τις κουτάλες και τα φόρτωσε στο γαϊδουράκι του.
-Πως ήξερες ότι υπάρχουν πεινασμένοι στο χωριό μας;
-Δεν το’ ξερα γι’ αυτό ήρθα. Εύχομαι να μην ξανάρθω.
-Καλά κι όλοι αυτοί πως το’ ξερες ότι θα’ ρθουνε;
-Η μοναξιά φέρνει την πείνα. Άμα έχεις παρέα δεν πεινάς, δε μ’ έχεις ανάγκη. Η τροφή κρύβεται μέσα στη συντροφιά. Τι άλλο να σου πω;
-Και δε ζητάς τίποτα;
-Τίποτα.
Τούτα είπε μοναχά κι έφυγε. Κοιτούσανε τον “Άλλο Άνθρωπο” που ξεμάκραινε μέχρι που έγινε ένα με τον ορίζοντα. Τότε κάποιος αναρωτήθηκε:
-Δεν ρωτήσαμε ούτε τ’ όνομά του.
-Θα τον θυμόμαστε σαν ξένο.
Κι ένας άλλος πάλι μονολογούσε:
Της μοναξιάς τα βήματα
βαριά, δεν τα σηκώνω
κι εσύ μπορείς και προχωράς
μ’ ένα τσουκάλι μόνο…
_______
  Πηγή: torafeio.wordpress.com

Ἀντρέι Πλατόνωφ – Τὸ ἄγνωστο λουλούδι (Πα­ρα­μύ­θι βα­σι­σμέ­νο σὲ πραγ­μα­τι­κὰ γε­γο­νό­τα)

Zούσε κάποτε στὸν κό­σμο ἕ­να μι­κρὸ λου­λού­δι. Κα­νεὶς δὲν γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε στὴ γῆ. Εἶ­χε με­γα­λώ­σει μο­νά­χο του, σ’ ἕ­να ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Οἱ ἀ­γε­λά­δες καὶ οἱ κα­τσί­κες δὲν σύ­χνα­ζαν ἐ­κεῖ, καὶ τὰ παι­διὰ ἀ­πὸ τὴν κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νι­έ­ρων πο­τέ τους δὲν ἔ­παι­ζαν στὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο. Στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο κα­νέ­να χορ­τά­ρι δὲν φύ­τρω­νε· μό­νο με­ρι­κὲς ξε­χα­σμέ­νες, γκρί­ζες πέ­τρες ἦ­ταν σπαρ­μέ­νες ἐ­κεῖ, κι ἀ­νά­με­σά τους ἕ­νας ξε­ρὸς καὶ ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νος πη­λός. Μο­νά­χα ὁ ἄ­νε­μος σερ­γι­ά­νι­ζε στὸ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Σὰν ἕ­νας γε­ρο-σπο­ρέ­ας, κου­βα­λοῦ­σε σπό­ρους καὶ τοὺς ἔ­σπερ­νε παν­τοῦ – τό­σο στὸ μαῦ­ρο, νο­τι­σμέ­νο χῶ­μα, ὅ­σο καὶ στὸ γυ­μνὸ καὶ πε­τρῶ­δες ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Στὸ μαῦ­ρο καὶ εὔ­φο­ρο χῶ­μα οἱ σπό­ροι ἔ­δι­ναν λου­λού­δια καὶ χορ­τά­ρια, ὅ­μως στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λὸ πέ­θαι­ναν. 



       Μιὰ φο­ρὰ ἔ­πε­σε ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα ἕ­νας μι­κρὸς σπό­ρος, βρί­σκον­τας προ­στα­σί­α μέ­σα σ’ ἕ­ναν μι­κρὸ λάκ­κο, ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ τὸν πη­λό.
       Τὸ σπο­ρά­κι αὐ­τὸ βα­σα­νί­στη­κε γιὰ πο­λύ, κι ἔ­πει­τα μού­σκε­ψε μέ­σα στὴν πά­χνη, ἄ­νοι­ξε στὰ δύ­ο, ἀ­φέ­θη­καν ἀ­πὸ μέ­σα του λε­πτὲς τρι­χοῦ­λες ἀ­πὸ ρί­ζες, καὶ μ΄ αὐ­τὲς τρύ­πη­σε τὴν πέ­τρα καὶ τὸν πη­λὸ καὶ ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­να­πτύσ­σε­ται.
       Ἔ­τσι ἄρ­χι­σε νὰ ζεῖ στὸν κό­σμο τὸ μι­κρὸ ἐ­κεῖ­νο λου­λού­δι. Δὲν εἶ­χε τί­πο­τα γιὰ νὰ τρα­φεῖ στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λό. Οἱ στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς, ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, ἔ­φτα­ναν στὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ἐ­δά­φους, δί­χως νὰ εἰ­σχω­ρή­σουν μέ­χρι τὶς ρί­ζες του, ὅ­μως τὸ λου­λού­δι ζοῦ­σε καὶ με­γά­λω­νε καὶ γι­νό­ταν σι­γὰ-σι­γὰ ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ψη­λό. Τὸ λου­λου­δά­κι ὕ­ψω­νε τὰ φύλ­λα του ἐ­νάν­τια στὸν ἄ­νε­μο, καὶ ὁ ἄ­νε­μος κό­πα­ζε δί­πλα του. Ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο ἔ­πε­φταν στὸν πη­λὸ κόκ­κοι σκό­νης, κου­βα­λη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ φύ­ση­μά του, μα­ζὶ μὲ εὔ­φο­ρο, μαῦ­ρο χῶ­μα. Σ’ ἐ­κεί­νους τοὺς κόκ­κους σκό­νης ὑ­πῆρ­χε τρο­φὴ γιὰ τὸ λου­λού­δι, ὡ­στό­σο οἱ κόκ­κοι ἦ­ταν ξε­ροί. Τὸ λου­λού­δι, γιὰ νὰ τοὺς μου­σκέ­ψει, ἔ­στη­νε καρ­τέ­ρι ὅ­λη τὴ νύ­χτα στὴ δρο­σιὰ καὶ τὴ μά­ζευε, στα­γό­να-στα­γό­να, στὰ φύλ­λα του. Καὶ ὅ­ταν τὰ φύλ­λα βά­ραι­ναν ἀ­πὸ τὴ δρο­σιά, τὸ λου­λού­δι τὰ χα­μή­λω­νε καὶ ἡ δρο­σιὰ ἔ­πε­φτε κά­τω, νο­τί­ζον­τας τοὺς μαύ­ρους κόκ­κους τῆς σκό­νης, τοὺς φερ­μέ­νους ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο, δι­α­βρώ­νον­τας μα­ζὶ καὶ τὸν ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νο πη­λό.
       Τὴν ἡ­μέ­ρα τὸ λου­λού­δι ἔ­στη­νε ἐ­νέ­δρα στὸν ἄ­νε­μο καὶ τὸ βρά­δυ στὴ δρο­σιά. Μο­χθοῦ­σε νυ­χθη­με­ρὸν γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ μὴν πε­θά­νει. Ἀ­νά­στη­σε με­γά­λα τα φύλ­λα του, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦν νὰ συγ­κρα­τοῦν τὸν ἄ­νε­μο καὶ νὰ συλ­λέ­γουν τὴ δρο­σιά. Ὅ­μως ἦ­ταν δύ­σκο­λο γιὰ τὸ λου­λού­δι νὰ τρέ­φε­ται μό­νο ἀ­πὸ τοὺς κόκ­κους τῆς σκό­νης, ποὺ ἔ­πε­φταν μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ ἀ­νέ­μου, κι ἀ­κό­μα νὰ μα­ζεύ­ει γι’ αὐ­τοὺς τὴ δρο­σιά. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἔ­πρε­πε νὰ ζή­σει, καὶ ὑ­περ­νι­κοῦ­σε μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τὸν πό­νο του ἀ­πὸ τὴν πεί­να καὶ τὴν κού­ρα­ση. Τὸ λου­λού­δι μό­νο μιὰ φο­ρὰ στὴ διά­ρκεια τοῦ εἰ­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου χαι­ρό­ταν: ὅ­ταν ἡ πρώ­τη ἀ­κτί­να τοῦ πρω­ι­νοῦ ἥ­λιου ἄγ­γι­ζε τὰ ἀ­πο­κα­μω­μέ­να φύλ­λα του. 


       Ἐ­ὰν ὅ­μως ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κα­νε πο­λὺ και­ρὸ νὰ ἐ­πι­σκε­φθεῖ τὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, τό­τε τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι αἰ­σθα­νό­ταν ἄ­σχη­μα, καὶ δὲν τοῦ ἀρ­κοῦ­σαν οἱ δυ­νά­μεις του γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ με­γα­λώ­σει.
       Ὅ­μως τὸ λου­λού­δι δὲν ἤ­θε­λε νὰ ζεῖ μέ­σα στὴ λύ­πη. Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν τὰ πράγ­μα­τα γιὰ ‘κεῖ­νο γί­νον­ταν ὁ­λό­τε­λα θλι­βε­ρά, λα­γο­κοι­μό­ταν. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, πά­σχι­ζε συ­νε­χῶς ν’ ἀ­να­πτυ­χθεῖ, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν οἱ ρί­ζες του τρα­γά­νι­ζαν τὶς γυ­μνὲς πέ­τρες καὶ τὸν ξε­ρὸ πη­λό. Ὅ­ταν συ­νέ­βαι­νε αὐ­τό, τὰ φύλ­λα του δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τρα­φοῦν κα­νο­νι­κὰ καὶ κι­τρί­νι­ζαν: ἕ­να νευ­ρά­κι τους γι­νό­ταν μπλά­βο, ἕ­να ἄλ­λο κόκ­κι­νο, κά­ποι­ο τρί­το ἔ­παιρ­νε ἕ­να γα­λά­ζιο ἢ χρυ­σα­φὶ χρῶ­μα. Κι ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­πει­δὴ ἔ­λει­πε ἀ­π’ τὸ λου­λού­δι ἡ τρο­φή, καὶ τὸ μαρ­τύ­ριό του ἐκ­δη­λω­νό­ταν στὰ φύλ­λα μὲ δι­ά­φο­ρα χρώ­μα­τα. Τὸ ἴ­διο τὸ λου­λού­δι, ὡ­στό­σο, δὲν τὸ γνώ­ρι­ζε αὐ­τό: βλέ­πε­τε, ἦ­ταν τυ­φλὸ καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του· νὰ δεῖ πῶς στ’ ἀ­λή­θεια ἦ­ταν.
       Στὰ μέ­σα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ἡ στε­φά­νη τοῦ λου­λου­διοῦ ἄν­θι­σε. Μέ­χρι τό­τε ἔ­μοια­ζε μὲ χορ­τα­ρά­κι, ἐ­νῶ τώ­ρα εἶ­χε γί­νει πραγ­μα­τι­κὸ λου­λού­δι. Ἡ στε­φά­νη ἀ­πο­τε­λοῦν­ταν ἀ­πὸ πέ­τα­λα ποὺ εἶ­χαν ἕ­να ἁ­πλό, φω­τει­νὸ χρῶ­μα, δια­υγὲς καὶ ἔν­το­νο, ὅ­πως τὸ χρῶ­μα ἑ­νὸς ἀ­στε­ριοῦ. Καί, ὅ­πως ἕ­να ἀ­στέ­ρι, τὸ λου­λού­δι λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ ζω­η­ρὴ φλό­γα καὶ ἦ­ταν ὁ­ρα­τὸ ἀ­κό­μα καὶ στὴ σκο­τει­νὴ νύ­χτα. Ὅ­ταν ὁ ἄ­νε­μος ἐρ­χό­ταν στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, ἄγ­γι­ζε πάν­το­τε τὸ λου­λού­δι καὶ ἔ­παιρ­νε μα­ζί του τὸ ἄ­ρω­μά του.
       Καὶ νά ποὺ ἕ­να πρω­ι­νὸ ἔ­φτα­σε δί­πλα σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ οἰ­κό­πε­δο ἕ­να κο­ρι­τσά­κι, ἡ Ντά­σα. Ζοῦ­σε μὲ τὶς φι­λε­νά­δες της στὴν κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νιέ­ρων, καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἔ­χον­τας ἐ­πι­θυ­μή­σει τὴ μη­τέ­ρα της. Τῆς εἶ­χε γρά­ψει ἕ­να γράμ­μα καὶ τὸ πή­γαι­νε στὸν σταθ­μό, γιὰ νὰ φύ­γει ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ γρή­γο­ρα. Στὸν δρό­μο ἡ Ντά­σα φι­λοῦ­σε τὸν φά­κε­λο μὲ τὸ γράμ­μα καὶ τὸν ζή­λευ­ε ποὺ αὐ­τὸς θὰ ἔ­βλε­πε τὴ μη­τέ­ρα της νω­ρί­τε­ρα ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεί­νη. 


       Στὴν ἄ­κρη τοῦ ἔ­ρη­μου οἰ­κο­πέ­δου ἡ Ντά­σα αἰ­σθάν­θη­κε μιὰν εὐ­ω­διά. Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ ὁ­λό­γυ­ρα. Κα­νέ­να λου­λού­δι δὲν ὑ­πῆρ­χε κον­τά, μό­νο λί­γο χορ­τα­ρά­κι εἶ­χε φυ­τρώ­σει στὸ μο­νο­πά­τι καὶ τὸ οἰ­κό­πε­δο ἦ­ταν τε­λεί­ως γυ­μνό. Ὅ­μως ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­πνε­ε ἀ­πὸ τὸ οἰ­κό­πε­δο με­τα­φέ­ρον­τας ἀ­πὸ ‘κεῖ μιὰν ἀ­νά­λα­φρη μυ­ρω­διά, σὰν φω­νὴ ποὺ προ­σκα­λοῦ­σε, τὴ φω­νὴ μιᾶς ἄ­ση­μης καὶ ἄ­γνω­στης ζω­ῆς. Ἡ Ντά­σα θυ­μή­θη­κε ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, ποὺ τῆς εἶ­χε δι­η­γη­θεῖ ἐ­δῶ καὶ και­ρὸ ἡ μη­τέ­ρα της. Τῆς εἶ­χε μι­λή­σει γιὰ ἕ­να τρι­αν­τά­φυλ­λο, ποὺ συ­νε­χῶς θλι­βό­ταν γιὰ τὴ μη­τέ­ρα του, ὅ­μως δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κλά­ψει καὶ μό­νο μὲ τὴν εὐ­ω­διὰ περ­νοῦ­σε ἡ θλί­ψη του. «Ἴ­σως ἐ­κεῖ­νο τὸ λου­λού­δι νὰ ἐ­πι­θυ­μεῖ στὸ πα­ρα­μύ­θι τὴ μη­τέ­ρα του, ὅ­πως ἐ­γώ», σκέ­φτη­κε ἡ Ντά­σα.
       Πῆ­γε στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο καὶ ἀν­τί­κρι­σε, κον­τὰ σὲ μιὰ πέ­τρα, ἐ­κεῖ­νο τὸ λου­λου­δά­κι. Ἡ Ντά­σα πο­τὲ ὣς τώ­ρα δὲν εἶ­χε δεῖ πα­ρό­μοι­ο λου­λού­δι – οὔ­τε σὲ χω­ρά­φι, οὔ­τε στὸ δά­σος, οὔ­τε στὶς εἰ­κό­νες τῶν βι­βλί­ων, οὔ­τε στὸν Βο­τα­νι­κὸ Κῆ­πο, που­θε­νά. Κά­θι­σε στὸ χῶ­μα, δί­πλα στὸ λου­λού­δι, καὶ τὸ ρώ­τη­σε:
       — Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι;
       — Δὲν ξέ­ρω, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι.
       — Καὶ για­τί δὲν μοιά­ζεις μὲ τ’ ἄλ­λα λου­λού­δια;
       Τὸ λου­λού­δι καὶ πά­λι δὲν ἤ­ξε­ρε τί νὰ πεῖ. Ὅ­μως ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἄ­κου­γε ἀ­πὸ τό­σο κον­τὰ τὴ φω­νὴ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ κά­ποι­ος τὸ κοι­τοῦ­σε, καὶ γι’ αὐ­τὸ δὲν ἤ­θε­λε νὰ προ­σβά­λει τὴν Ντά­σα μὲ τὴ σι­ω­πή του.
       — Δι­ό­τι περ­νά­ω δύ­σκο­λα, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι.
       — Καὶ πῶς σὲ λέ­νε; ρώ­τη­σε ἡ Ντά­σα.
       — Κα­νεὶς δὲν μὲ φω­νά­ζει μὲ κά­ποι­ο ὄ­νο­μα, εἶ­πε τὸ λου­λου­δά­κι, ζῶ μο­νά­χο μου.
       Ἡ Ντά­σα κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρά το ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο.
       — Ἐ­δῶ ἔ­χει πέ­τρες, ἐ­δῶ ἔ­χει πη­λό! εἶ­πε. – Πῶς καὶ ζεῖς μο­να­χό σου, πῶς φύ­τρω­σες μέ­σα ἀ­πὸ τὸν πη­λὸ καὶ δὲν πέ­θα­νες, ἔ­τσι μι­κρὸ ποὺ εἶ­σαι;
       — Δὲν ξέ­ρω, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι.
       Ἡ Ντά­σα ἔ­σκυ­ψε στὸ λου­λού­δι καὶ τὸ φί­λη­σε στὸ φεγ­γε­ρό του κε­φα­λά­κι.
       Τὴν ἑ­πο­μέ­νη, ὅ­λοι οἱ πι­ο­νιέ­ροι ἦρ­θαν νὰ ἐ­πι­σκε­φθοῦν τὸ λου­λου­δά­κι. Τοὺς εἶ­χε φέ­ρει ἡ Ντά­σα. Πο­λὺ πρὶν φτά­σουν στὸ οἰ­κό­πε­δο, τοὺς πρό­στα­ξε νὰ πά­ρουν μιὰν εἰ­σπνο­ὴ καὶ τοὺς εἶ­πε:
       —Ἀ­κοῦ­τε πό­σο ὄ­μορ­φα μυ­ρί­ζει;* Ἔ­τσι ἀ­να­σαί­νει αὐ­τό.
       Οἱ πι­ο­νι­έ­ροι στέ­κον­ταν γιὰ πο­λὺ ὥ­ρα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λου­λου­δά­κι καὶ τὸ κα­μά­ρω­ναν, σὰν νά ’­ταν ἥ­ρω­ας. Ἔ­πει­τα, ἔ­φε­ραν ἕ­να γύ­ρο ὅ­λο το ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, τὸ μέ­τρη­σαν μὲ τὰ βή­μα­τά τους καὶ ὑ­πο­λό­γι­σαν πό­σα κα­ρό­τσια κο­πριὰ καὶ τέ­φρα ἔ­πρε­πε νὰ φέ­ρουν γιὰ νὰ λι­πά­νουν τὸν ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νο πη­λό.
       Ἤ­θε­λαν νὰ γί­νει τὸ χῶ­μα στὸ οἰ­κό­πε­δο γό­νι­μο. Τό­τε καὶ τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι, μὲ τὸ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα, θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ, καὶ ἀ­πὸ τοὺς σπό­ρους του θὰ με­γά­λω­ναν, δί­χως νὰ χα­θοῦν, πα­νέ­μορ­φα παι­διά, τὰ πιὸ κα­λὰ λου­λού­δια, ποὺ θὰ ἔ­λαμ­παν ἀ­πὸ φῶς καὶ ποὺ ὅ­μοι­ά τους δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χαν που­θε­νά.
       Ἐ­πὶ τέσ­σε­ρις ἡ­μέ­ρες δού­λευ­αν οἱ πι­ο­νι­έ­ροι, λι­παί­νον­τας τὸ χῶ­μα στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο. Ἔ­πει­τα, μό­λις τε­λεί­ω­σαν, ξε­κί­νη­σαν τὸ τα­ξί­δι τους γιὰ ἄλ­λους ἀ­γρούς, γιὰ ἄλ­λα δά­ση, καὶ πλέ­ον στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο δὲν ξα­να­φά­νη­καν.
Μό­νο ἡ Ντά­σα ἦρ­θε μιὰ φο­ρά, γιὰ ν’ ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σει τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι. Τὸ κα­λο­καί­ρι ἔ­φτα­νε ἤ­δη πρὸς τὸ τέ­λος του καὶ οἱ πι­ο­νι­έ­ροι ἔ­πρε­πε ν’ ἀ­να­χω­ρή­σουν γιὰ τὰ σπί­τια τους. Ὅ­πως καὶ ἔ­γι­νε.
       Τὸ ἑ­πό­με­νο κα­λο­καί­ρι ἡ Ντά­σα ἦρ­θε πά­λι στὴν ἴ­δια κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νι­έ­ρων. Κα­θ’ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τοῦ μα­κροῦ χει­μώ­να, θυ­μό­ταν τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι μὲ τὸ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα. Καὶ πῆ­γε ἀ­μέ­σως στὸ οἰ­κό­πε­δο νὰ τὸ ἐ­πι­σκε­φθεῖ.
       Ἡ Ντά­σα εἶ­δε ὅ­τι τὸ οἰ­κό­πε­δο εἶ­χε τώ­ρα ἀλ­λά­ξει: τώ­ρα ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νο μὲ χορ­τά­ρι καὶ λου­λού­δια, κι ἀ­πὸ πά­νω του πε­τοῦ­σαν που­λιὰ καὶ πε­τα­λοῦ­δες. Ἀ­πὸ τὰ λου­λού­δια ἀ­να­δι­δό­ταν μιὰ εὐ­ω­διά, ὅ­μοι­α μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ μι­κροῦ λου­λου­διοῦ-βι­ο­πα­λαι­στῆ.
       Ὡ­στό­σο, τὸ περ­σι­νὸ λου­λού­δι, αὐ­τὸ ποὺ ζοῦ­σε ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λό, δὲν ὑ­πῆρ­χε πιά. Πέ­θα­νε μᾶλ­λον τὸ πε­ρα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο. Τὰ και­νούρ­για λου­λού­δια ἦ­ταν ἐ­πί­σης ὄ­μορ­φα, λι­γό­τε­ρο ὄ­μορ­φα ὅ­μως ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεῖ­νο, τὸ πρῶ­το λου­λού­δι. Ἡ Ντά­σα ἔ­πε­σε σὲ θλί­ψη, ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πῆρ­χε πλέ­ον τὸ ἀλ­λο­τι­νὸ λου­λού­δι. Ἐ­νῶ εἶ­χε πά­ρει τὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, ξαφ­νι­κὰ στα­μά­τη­σε. Ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ πέ­τρες, φύ­τρω­νε στρι­μωγ­μέ­νο ἕ­να νέ­ο λου­λού­δι – ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­λιό, μό­νο ἐ­λα­φρῶς κα­λύ­τε­ρο καὶ ἀ­κό­μα πιὸ ὄ­μορ­φο. Τὸ λου­λού­δι τοῦ­το με­γά­λω­νε ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες, ποὺ τοῦ δυ­σκό­λευ­αν τὴ ζω­ή. Ἦ­ταν ζω­η­ρὸ καὶ καρ­τε­ρι­κό, ὅ­πως ὁ πα­τέ­ρας του, καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­να­τὸ ἀ­π’ τὸν πα­τέ­ρα του, ἐ­πει­δὴ ζοῦ­σε στὶς πέ­τρες.
       Στὴν Ντά­σα φά­νη­κε ὅ­τι τὸ λου­λού­δι τεν­τω­νό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος της, ὅ­τι τὴν κα­λοῦ­σε κον­τά του μὲ τὴ σι­ω­πη­λὴ φω­νὴ τῆς εὐ­ω­διᾶς του.
              1950
 * Ση­μεί­ω­ση τοῦ με­τα­φρα­στῆ: Ἐ­δῶ ὁ Πλα­τό­νωφ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴν ἔκ­φρα­ση ποὺ ἀ­παν­τᾶ στὴν Κρή­τη καὶ σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα μέ­ρη τῆς Ἑλ­λά­δας, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α τὴ μυ­ρω­διὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ τὴν ἀ­κού­σει.
Πη­γή: Некоммерческая электронная библиотека «I­m­W­e­r­d­en».
 Ἀν­τρέ­ι Πλα­τό­νωφ (Андрей Платонов) (Βο­ρό­νι­εζ, 28 Αὐ­γού­στου 1899 – Μό­σχα, 5 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1951). Ρῶ­σος καὶ Σο­βι­ε­τι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον πρω­τό­τυ­πους σὲ ὕ­φος καὶ γλώσ­σα λο­γο­τέ­χνες κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πρώ­του μι­σοῦ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Τὸ πραγ­μα­τι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ἀν­τρέ­ι Πλα­τό­νο­βιτς Κλι­μιέν­τωφ. Ἀ­πὸ τὰ πιὸ γνω­στά του ἔρ­γα εἶ­ναι τὸ «Τσε­βεν­γκούρ» καὶ ὁ «Λάκ­κος». Τὸ λο­γο­τε­χνι­κό του ἰ­δί­ω­μα, ἕ­νας συν­δυα­σμὸς χρι­στι­α­νι­κοῦ συμ­βο­λι­σμοῦ, γλώσ­σας τῶν χω­ρι­κῶν, φι­λο­σο­φι­κοῦ λό­γου καὶ πο­λι­τι­κῆς ὁ­ρο­λο­γί­ας, δη­μι­ουρ­γεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ ἀ­κα­τα­νό­η­του καί, συ­νο­δευ­ό­με­νο ἀ­πὸ τὴ χρή­ση φαν­τα­στι­κῶν στοι­χεί­ων στὴ συγ­γρα­φι­κὴ πλο­κή, μοιά­ζει σχε­δὸν ἀ­με­τά­φρα­στο σὲ ἄλ­λη γλώσ­σα. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, οἱ με­τα­φρα­στὲς τοῦ Πλα­τό­νωφ ἀ­πο­λο­γοῦν­ται συ­νή­θως καὶ ζη­τοῦν συγ­γνώ­μη στὶς εἰ­σα­γω­γὲς τῶν με­τα­φρά­σε­ών τους, ἕ­νε­κα τοῦ πα­ρά­ξε­νου τρό­που ποὺ μοιά­ζει νὰ ἀ­πο­δί­δε­ται τὸ ρω­σι­κὸ πρω­τό­τυ­πο στὴ γλώσ­σα-στό­χο. Τὴ γλώσ­σα τοῦ Πλα­τό­νωφ, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, θε­ω­ρεῖ­ται μο­να­δι­κὴ στὴ ρω­σι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χουν γρα­φτεῖ ἀ­κό­μα καὶ μα­θη­μα­τι­κὲς πραγ­μα­τεῖ­ες, τὴν παί­νε­σαν, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ὁ Μπρόν­τσκι καὶ ὁ Σολ­ζε­νί­τσιν. Σύμ­φω­να μὲ μαρ­τυ­ρί­ες τῆς γυ­ναί­κας τοῦ Πλα­τό­νωφ, τὸ «Ἄ­γνω­στο λου­λού­δι» γρά­φτη­κε τὸ 1950, ἕ­ναν χρό­νο πρὶν ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό του ἀ­πὸ φυ­μα­τί­ω­ση, ὅ­ταν ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἦ­ταν ἤ­δη ἄρ­ρω­στος. Γί­νε­ται εὔ­κο­λα κα­τα­νο­η­τό, ἂν λη­φθοῦν μά­λι­στα ὑ­πό­ψη οἱ πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κὲς συν­θῆ­κες καὶ ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς πε­ρί­γυ­ρος μέ­σα στὸν ὁ­ποῖ­ο δη­μι­ούρ­γη­σε γε­νι­κό­τε­ρα ὁ Πλα­τό­νωφ, ὅ­τι τὸ «Ἄ­γνω­στο λου­λού­δι» ξε­περ­νᾶ τὰ ὅ­ρια τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ. Ὁ Πλα­τό­νωφ, ὅ­πως πολ­λοὶ ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς τῆς ἐ­πο­χῆς του, ἔ­ζη­σε μιὰ τρα­γι­κὴ ζω­ή, μπαί­νον­τας στὸ στό­χα­στρο τῶν Μυ­στι­κῶν Ὑ­πη­ρε­σι­ῶν τοῦ Στά­λιν (σύλ­λη­ψη καὶ ἐ­ξο­ρί­α τοῦ γιοῦ του, ἄρ­νη­ση δη­μο­σί­ευ­σης τῶν ἔρ­γων του, χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς τοῦ ἰ­δί­ου ὡς ἀν­τε­πα­να­στά­τη κ.λπ.­). Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, ὁ ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κὸς πε­ρί­γυ­ρος δύ­να­ται, ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως, νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει τὸ προ­σφο­ρό­τε­ρο πε­δί­ο ἀ­νά­λυ­σης σὲ σχέ­ση μὲ τὸ ἔρ­γο του. Θὰ ἦ­ταν ὡ­στό­σο λά­θος ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀ­νά­λυ­ση νὰ πε­ρι­ο­ρι­στεῖ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μέ­σα σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο πλαί­σιο. Ὁ σχο­λια­σμὸς τοῦ Μπρόν­τσκι ἐ­πὶ τοῦ θέ­μα­τος εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός: «Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με σο­βα­ρὰ γιὰ τὸν Πλα­τό­νωφ στὰ πλαί­σια τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ πε­ρί­γυ­ρου, εἶ­ναι ὅ­τι ἔ­γρα­ψε στὴ γλώσ­σα τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης οὐ­το­πί­ας (οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ σο­σι­α­λι­σμοῦ στὴ Ρω­σί­α), στὴ γλώσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς του· κα­μιὰ ἄλ­λη μορ­φὴ τοῦ Εἶ­ναι δὲν κα­θο­ρί­ζει τὴ συ­νεί­δη­ση μὲ τὸν τρό­πο ποὺ τὸ κά­νει ἡ γλώσ­σα. Ἀλ­λά, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν συγ­χρό­νων του, τοῦ Μπάμ­πελ, τοῦ Πιλ­νιάκ, τοῦ Ὀ­λέ­σια, τοῦ Ζα­μιά­τιν, τοῦ Μπουλ­γκά­κωφ, τοῦ Ζό­σεν­κο, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, μὲ τὴν στυλιστικὴ γαστρονομία, δηλαδὴ ἔπαιζαν μὲ τὴ γλώσσα ὁ καθένας τὸ δικό του παιχνίδι (πράγμα ποὺ ἐντέλει εἶναι ἡ φόρμα τοῦ σκιτσογραφήματος), ὁ Πλατόνωφ ὑποτάχθηκε στὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, διακρίνοντας σ’ αὐτὴν ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τὴν ὁποία, ἀφοῦ κοίταξε μία καὶ μοναδικὴ φορά, δὲν μπόρεσε ποτὲ στὴ συνέχεια νὰ ξαναγυρίσει στὴ λογοτεχνικὴ ἐπιφάνεια καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πονηρὴ πλοκή, τὶς ἐξεζητημένες τυπογραφικὲς φόρμες καὶ τὶς στυλιστικὲς περιπλοκές.»
Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρω­σι­κά:
Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007).
   Πηγή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com

«Αντί Χριστουγεννιάτικης Ευχής. Περί Αστέγων»

Η διαρκούσα  λιτότητα στην Ελλάδα δεν συνδέεται μόνο με την γενική πτώση του βιοτικού επιπέδου, την ραγδαία αύξηση της φτώχειας και την περιχαράκωση του κοινωνικού κράτους εν γένει. Το χειρότερο επιφαινόμενο της κρίσης είναι ότι αυξάνει όλο και περισσότερο ο αριθμός των ανθρώπων που περιθωριοποιούνται εντελώς και εξοστρακίζονται από κάθε κοινωνικό δίκτυο.

Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατες εκτιμήσεις  τουλάχιστον 20.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι ως άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης . Μια μελέτη της ελληνικής οργάνωσης αστέγων  «Κλίμακα», φωτίζοντας την κοινωνική σύνθεση αυτού του στρώματος. σημειώνει ότι, σχεδόν 25 % προέρχονται από  τον κλάδο των κατασκευών και 16 % έχουν εργαστεί ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Εν κατακλείδι πρώτιστα θύματα της κρίσης είναι άνθρωποι που προέρχονται από οικονομικούς κλάδους οι οποίοι εν μέσω της κρίσης τέθηκαν σε μακροχρόνια ύφεση χωρίς να υπάρξουν ανάλογοι δίαυλοι διοχέτευσης της οικονομικής δραστηριότητας σε άλλους συναφής τομείς. Κατά συνέπεια  τα εν λόγω επαγγέλματα τελούν υπό  μια δομική και υπαρξιακή κρίση, με αποτέλεσμα να τροφοδοτούν το πεδίο της κοινωνικής περιθωριοποίησης με αιχμή του δόρατος την μάζα των αστέγων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ήμισυ των αστέγων έχει ένα μηνιαίο «εισόδημα» κατώτερο των 20 ευρώ. Παράλληλα  64% εξ αυτών αναζητούν καταφύγιο σε εγκαταλελειμμένα σπίτια και 10,5% ζουν στο αυτοκίνητο.
Οι κυριότερες ανησυχίες των άστεγων ανθρώπων αφορούν την  διαμονή,  την αγορά τροφίμων και ειδών ένδυσης,  την ιατρική περίθαλψη και την αναζήτηση για μια θέση εργασίας.
Με βάση την μελέτη της οργάνωσης «Κλίμακα»  71,1%  των αστέγων επιθυμεί από την πολιτεία να πάρει μέτρα και να δραστηριοποιηθεί γύρω από την  πρόληψη και προστασία των πολιτών από το ενδεχόμενο να μείνουν άστεγοι.
Επειδή λοιπόν «Άγιες Μέρες» πλησιάζουν και επειδή βλέπουμε τα κόμματα της συμπολίτευσης να ασχολούνται κυρίως με ζητήματα μεταθέσεων και την αντιπολίτευση να περιφέρεται στην Λατινική Αμερική αναζητώντας τον επίγειο παράδεισο, θεωρούμε σκόπιμο και επιβεβλημένο να καλέσουμε σύσσωμο τον  πολιτικό κόσμο στραφεί προς το επείγον ζήτημα των αστέγων να αναζητήσει θεσμικά και άλλα μέτρα. Το ίδιο αίτημα βέβαια στρέφεται  και προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την Κοινωνία Πολιτών.
  Καλά Χριστούγεννα και Καλές Γιορτές!   .
  Μαυροζαχαράκης Μανόλης - Κοινωνιολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Καλές Γιορτές!!


Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία!!!!!!!!

- Πάω κάτω τον μικρό... βάλε λίγο γάλα σε ένα ποτήρι στο τζάκι και κατέβα να φύγουμε. - Μπισκότα; - έβαλα! - Και ποιος θα ανεβάσει τα δώρα από την αποθήκη? - Η μάνα σου... - οκ.
Στο τζάκι μπροστά είναι το πιάτο με τα μπισκότα... 6 μπισκότα... χμμμ πρέπει να επιστρέψω τα περισσότερα στο κουτί τους και να κάνω ψίχουλα... οκ, ας φάω και ένα....



Φεύγουμε.

Στον γυρισμό δεν κοιμάται κανείς από τους δύο.
Και ας είναι περασμένα μεσάνυχτα.
Και ας ακούγονται χασμουρητά σε όλη την διαδρομή.
Παρκάρω. Ανοίγω την πόρτα και τα μικρά ξεχύνονται προς τα πάνω... μέχρι να φτάσω και γω ο μεγάλος έχει ήδη βρει και ξετυλίξει από το περιτυλιγμά του, ένα τεράστιο πειρατικό πλοίο και μένει να το κοιτάζει έκπληκτος μπροστά από το τζάκι... 

   


- Είναι ακριβώς αυτό που ζήτησα από τον Αη Βασίλη
- Γιώργο, είδες αν ήπιε το γάλα του και αν έφαγε τα μπισκότα του;
- Ναι ,τα φαγε.. χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από το παιχνίδι.

 christmas003518vipics.jpg

Ο μικρός μόλις άνοιξε και το δικό του δώρο... και γυρνάει περιχαρής να μας πει ότι "ατό δωρο ηθελα εγω" και ας μην είχε γραψει γράμμα στον Αη Βασίλη!  



Και οι δυο μη αποχωριζόμενοι σε απόσταση μέτρου τα δώρα τους προχώρησαν να ετοιμαστούν για ύπνο.
Ο Γιώργος σχολίασε το γεγονός ότι ο Αη Βασίλης έφερε δώρο και στον Παναγιώτη, παρόλο που δεν του το ζήτησε. Και ήταν και αυτό που ήθελε...
- Τελικά Γιώργο ο Αη Βασίλης πάει τα δώρα που θέλουν σε όλα τα καλά παιδάκια... και μάλλον εσύ πρέπει να ήσουν καλό παιδάκι φέτος...
- Μπαμπά... θα είμαι καλό παιδάκι του χρόνου... και θα ξαναρθει ο Αη Βασίλης...
- Ναι Γιώργο, μπορεί φέτος να μην ήσουν πάντα καλό παιδί, αλλά τελικά ο Αη Βασίλης πίστεψε ότι θα γίνεις καλύτερο παιδί και άξιζες το δώρο που ηθελες!
- Ναι μπαμπα.... 

Βάζουμε πιτζάμες
- Κοίτα Γιώργο... η κουρτίνα σου είναι σηκωμένη στην άκρη. Λες να μπήκε από εδω ο Αη Βασίλης;
- Ε ναι μπαμπά... που να χωρέσει ο Αη Βασίλης από το τζάκι τέτοιο, τόσο μεγάλο δώρο.
- Σα να χεις δίκιο... και μάλλον θα πάρκαρε εδώ στο μπαλκόνι τους τάρανδους!!!
- Ναι μπαμπα!!!

  
Τον σκεπάζω και πάω να φύγω....
- Μπαμπά...έλα να σου πω κάτι...
- Τι θες πάλι;
Σηκώνεται όρθιος στο κρεβάτι του...

Μπαμπά.... σε αγαπάω... με αφήνει και πετάγεται στη μαμά του που μόλις μπήκε...
Μαμά ... σε αγαπάω... σας αγαπάω...
και θα είμαι καλό παιδί...

...κλείσαμε φώτα και τις πόρτες των δωματίων τους... και μετά από λίγα λεπτά φανήκε και πάλι φώς να

βγαίνει από τα δωμάτια.

Τελικά υπάρχει Αη Βασίλης...
και μεις... 
θα είμαστε καλοί γονείς!

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Διδακτική ιστορία για τη φιλία!!

Μία φορά και έναν καιρό ήταν δύο φίλοι.Ο Γιάννης και ο Χρήστος.Κάποτε αποφάσισαν να κάνουν ένα μακρινό

ταξίδι.Να κάνουν το γύρο του κόσμου και να γνωρίσουν μέρη μακρινά.Πέρασαν βουνά,κοιλάδες και θάλασσες πολλές.
Κάποια στιγμή και μετά απο πολλές δυσκολίες,κατάφεραν να βρεθούν σε μία απέραντη έρημο.
Περπατούσαν...περπατούσαν αλλά όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχε ψυχή εκεί γύρω.
Οι προμήθειες άρχιζαν να τελειώνουν και το νερό λιγόστευε.
Οι δύο φίλοι άρχισαν να μαλώνουν.Ο Χρήστος έτσι οξύθιμος που ήταν αν και αγαπούσε το φίλο του,τον χαστούκισε.
Ο Γιάννης πονεμένος δεν είπε τίποτα αλλά έγραψε πάνω στην άμμο.ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ!!!

Οι δύο φίλοι μετά απο αυτό συνέχισαν αμίλητοι το δρόμο τους.Σύντομα βρήκαν μία όαση και έκατσαν για να ξεκουραστούν και να κανουν μπανιο.Ο Γιάννης κόντεψε να πνιγεί.Χωρίς να χάσει στγμή ο φίλος του έτρεξε και τον έσωσε.

Οταν συνήλθε έγραψε πάνω σε μία πετρα:ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ!!! 

 
 
Ο Χρήστος απορημένος τον ρώτησε.Οταν σε πρωτοχτύπησα έγραψες πάνω στην άμμο,τώρα γιατί έγραψες πάνω στην πέτρα;;Γιατί;;;;

Ο φίλος του απάντησε:Οταν κάποιος μας πληγώνει πρέπει να το γράφουμε πάνω στην άμμο,όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.

Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας,πρέπει να το χαράζουμε στην πετρα,όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει!!! 

   

H ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ!!!!

Image hébérgée par monsterup.comΜια φορά και εναν καιρό ζούσε μία ομορφη νεράιδα,που ζουσε σ ένα μικρό Image hébérgée par monsterup.comσπιτάκι.Φορούσε ένα πολύ ωραίο μωβ φόρεμα και οι φτερούγες της λαμπιρίζαν καθώς πετούσε.
Κάποια μέρα έχασε τις φίλες της και ξεκίνησε ενα μακρινό ταξίδι στη γη για να τις βρει.
Καθώς πετούσε έπεσε πανω σε δυο αγγέλους.
Ποια είσαι εσύ και τρέχεις έτσι;την ρώτησαν.
Είμαι η ΣΚΕΨΗ.
Και τι είσαι εσύ;

Image hébérgée par monsterup.com Είμαι αυτή που ζει μαζί με τους ανθρώπους.Με χρησιμοποιουν  για να μπορούν  να κάνουν μεγάλα και σπουδαία έργα και να συνομιλούν με άλλους ανθρώπους.
Πω πω!!!!αυτό
πρέπει να είναι τέλειο!!!
Μη νομίζετε όμως ότι με χρησιμοποιούν πάντα με το σωστό τρόπο.Με εκμεταλλεύονται κάποιες φορές.
Τι εννοείς;
Εγώ ξέρετε καλοί μου άγγελοι,έχασα τις φίλες μου.Την ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και την ΧΑΡΑ.Επαιζα μαζί τους και ξαφνικά τις έχασα απο τα μάτια μου.Ψάχνω παντού για να τις βρω ,αλλά μάταια.
Καλά πως τις έχασες;

Image hébérgée par monsterup.com Οι άνθρωποι όταν με χρησιμοποιούν μαζί με τις φίλες μου,παίζουμε και γελάμε ξέγνοιαστα.
Αλλες φορές όμως επιλέγουν να μας χωρίσουν γιατί.....προτιμούν τις άλλες τις κακές.Τη ΘΛΙΨΗ τη ΜΙΖΕΡΙΑ και τη ΓΚΡΙΝΙΑ.
Να τωρα που μας χώρισαν πάλι.
Μας πως είναι δυνατόν ρώτησαν οι άγγελοι να προτιμούν αυτές;Δυστυχώς οι άνθρωποι μερικές  φορές δεν με θέλουν εμένα ούτε τις φιλες μου.Θέλουν εκείνες τις κακές που προσπαθούν να επιβληθούν με το ζόρι και να  κάνουν κακό.
Εχω βαρεθεί να χάνω τις φίλες μου επειδή οι άνθρωποι διαλέγουν τη γκρίνια,τη θλίψη και τη μιζέρια.
Μα πως είναι δυνατόν να επικρατούν αυτές οι κακές;ρώτησαν πάλι οι άγγελοι.
Οι άνθρωποι με χρησιμοποιουν εμένα μόνο για να σκέφτονται ότι δεν αξίζουν τίποτα,και τους πιάνει η ΘΛΙΨΗ.Σκέφτονται ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι καλό στην καινούρια τους ζωή και τους πιάνει ΜΙΖΕΡΙΑ.Αλλες πάλι φορές δεν τους αρέσει τίποτα απο αυτά που έχουν και τους πιάνει η ΓΚΡΙΝΙΑ.
Και οι δικέ σου οι καλές φίλες πως επικρατούν;;;;
ΑΑΑΑΑ αυτό είναι πολύ ευκολο για να τις φωνάξει κάποιος.
Οταν οι άνθρωποι σκέφτονται ότι μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα στη ζωή τους,παραμερίζοντας τις δυσκολίες τότε έρχεται η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ.Οταν σκέφτονται πόσο καλά είναι που έχουν τη ζωή τους,τότε έρχεται η ΧΑΡΑ.
Σας παρακαλώ πείτε μου τι να κάνω για να βρω τις φίλες μου είπε η ΣΚΕΨΗ,δεν θέλω να τις χάσω.
Μα,για κοίτα μπροστά σου είπαν οι δύο άγγελοι.Ωχ οι καλές μου φίλες οι φίλες μου!!!.ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ...ΧΑΡΑ.....αρχισε να φωνάζει η ΣΚΕΨΗ.

ΣΚΕΨΗ μου που είσουνα;;;;;τις φώναζαν και την αγκάλιαζαν.


Σας έψαχνα αλλά δεν σας έβρισκα τους είπε η ΣΚΕΨΗ.
Αλλά για σταθείτε....ποιες είστε εσείς;;ρώτησε η ΣΚΕΨΗ.
Εμείς είμαστε η ΔΥΝΑΜΗ και η ΠΙΣΤΗ .Οι άνθρωποι μας χρησιμοποιούν πολύ όταν θέλουν να πετύχουν κάτι.Ετσι μας φώναξες και εσύ!!!
Εχασες τις φίλες σου την ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και τη ΧΑΡΑ και έστειλαν εμάς για να σε βοηθήσουμε να σου δείξουμε το δρόμο για να βρεις τις φίλες σου.Και να που τις βρήκες.

ΔΥΝΑΜΗ και ΠΙΣΤΗ χρειάζεσαι  είπαν  στη ΣΚΕΨΗ οι άγγελοι για να βρεις την  ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ  και τη ΧΑΡΑ. 


Photobucket

 

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Χαμένες γενιές σε πλούσιες χώρες........

Η οικονομική επιτυχία μίας χώρας εξαρτάται από την εκπαίδευση, τα προσόντα του εργατικού δυναμικού και την υγεία του πληθυσμού. Όταν οι νέοι της χώρας είναι υγιείς και υψηλής μόρφωσης, μπορούν να βρουν επικερδή εργασία, να έχουν αξιοπρέπεια και να προσαρμόζονται στις αλλαγές της αγοράς εργασίας.
Οι επιχειρήσεις επενδύουν περισσότερα, γνωρίζοντας ότι οι εργαζόμενοί τους θα είναι παραγωγικοί. Παρόλα αυτά αρκετές κοινωνίες ανά τον κόσμο δεν αντεπεξέρχονται στην πρόκληση της προσφοράς βασικών υπηρεσιών υγείας και αξιοπρεπών συνθηκών εκπαίδευσης για κάθε γενιά παιδιών.
Γιατί συμβαίνει αυτό σε τόσο πολλές χώρες; Ορισμένες είναι πολύ απλά υπερβολικά φτωχές για να παράσχουν αξιοπρεπή σχολεία. Οι ίδιοι οι γονείς ενδέχεται να μην διαθέτουν επαρκή μόρφωση, με αποτέλεσμα να μην έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν τα παιδιά τους για περισσότερο από ένα ή δύο χρόνια στο σχολείο και επομένως ο αναλφαβητισμός μεταδίδεται από την μία γενιά στην επόμενη. Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη σε μεγάλες οικογένειες (με έξι ή επτά παιδιά) καθώς οι γονείς τους επενδύουν ελάχιστα στην υγεία, τη διατροφή και την εκπαίδευση του κάθε παιδιού.
Παρόλα αυτά και οι πλούσιες χώρες αποτυγχάνουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, αφήνουν με ωμότητα τα φτωχότερα παιδιά να υποφέρουν. Οι φτωχοί άνθρωποι ζουν σε φτωχογειτονιές με φτωχά σχολεία. Οι γονείς είναι συχνά άνεργοι, ασθενείς, διαζευγμένοι ή ακόμη και στη φυλακή. Τα παιδιά παγιδεύονται σε έναν επίμονο γενεαλογικό κύκλο φτώχειας, παρά τη γενική ευμάρεια της αμερικανικής κοινωνίας. Πολύ συχνά τα παιδιά, που μεγαλώνουν στη φτώχεια, καταλήγουν να είναι φτωχά και ως ενήλικες.
Ένα αξιοσημείωτο νέο ντοκιμαντέρ το «The House I Live In» αποκαλύπτει ότι η ιστορία της Αμερικής είναι πολύ πιο θλιβερή και σκληρή από ό,τι πιστεύουμε, εξαιτίας καταστροφικών πολιτικών. Το ντοκιμαντέρ μας ταξιδεύει αρχικά 40 χρόνια πίσω, όταν οι Αμερικανοί πολιτικοί κήρυξαν τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», με στόχο να περιορίσουν τη χρήση ναρκωτικών, όπως η κοκαΐνη. Όπως όμως ξεκάθαρα καταδεικνύει το ντοκιμαντέρ, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών εξελίχθηκε σε πόλεμο κατά των φτωχών και ιδιαίτερα κατά των μειονοτήτων.
Στην πραγματικότητα ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις φτωχών νέων από ομάδες μειονοτήτων. Στις αμερικανικές φυλακές βρίσκονται 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι, μεγάλος αριθμός των οποίων είναι φτωχοί, που συνελήφθησαν να πωλούν ναρκωτικά προκειμένου να καλύψουν τον δικό τους εθισμό. Ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό εγκλείστων στον κόσμο- 743 άνθρωποι ανά 100.000!
Το ντοκιμαντέρ σκιαγραφεί έναν εφιαλτικό κόσμο στον οποίο η φτώχεια μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο, με το σκληρό, δαπανηρό και αναποτελεσματικό «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» να διευκολύνει τη διαδικασία. Οι φτωχοί, συχνά Αφροαμερικανοί, δεν μπορούν να βρουν εργασία ή έχουν επιστρέψει από θητεία στο στρατό χωρίς προσόντα ή επαφές για απασχόληση. Πέφτουν στη φτώχεια και στρέφονται στα ναρκωτικά.
Αντί να λαμβάνουν κοινωνική και ιατροφαρμακευτική στήριξη, συλλαμβάνονται και εξελίσσονται σε εγκληματίες. Από το σημείο αυτό και μετά μπαινοβγαίνουν στο σωφρονιστικό σύστημα και έχουν ελάχιστες πιθανότητες να βρουν κάποια στιγμή μία νόμιμη εργασία, που θα τους επιτρέψει να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Τα παιδιά τους μεγαλώνουν χωρίς γονείς, χωρίς ελπίδα και στήριξη. Τα παιδιά των τοξικομανών γίνονται συχνά και τα ίδια χρήστες ναρκωτικών. Πολύ συχνά καταλήγουν και τα ίδια στη φυλακή, πέφτουν θύματα βίας ή οδηγούνται πρόωρα στο θάνατο.
Το παράλογο του πράγματος είναι ότι οι ΗΠΑ αποτυγχάνουν να δουν το προφανές εδώ και 40 χρόνια. Προκειμένου να σπάσει το φαύλο κύκλο της φτώχειας, μία χώρα πρέπει να επενδύσει στο μέλλον των παιδιών και όχι στη φυλάκιση 2,3 εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλούς εξ αυτών για μη βίαιες παρανομίες, που είναι αποτέλεσμα της φτώχειας.
Αρκετοί πολιτικοί είναι πρόθυμοι συνεργοί σε αυτή την παράνοια. Παίζουν με τους φόβους της μεσαίας τάξης, ιδιαίτερα με το φόβο της μεσαίας τάξης για τις μειονότητες, προκειμένου να διαιωνίσουν τη λάθος αυτή κατεύθυνση των κοινωνικών προσπαθειών και των κρατικών δαπανών.
Το συμπέρασμα είναι αυτό: Οι κυβερνήσεις έχουν έναν μοναδικό ρόλο να διαδραματίσουν για να διασφαλίσουν ότι όλα τα νέα μέλη μίας γενιάς- τόσο τα φτωχά όσο και τα πλούσια παιδιά- θα έχουν μία ευκαιρία. Ένα φτωχό παιδί δύσκολα θα ξεφύγει από τη φτώχεια των γονιών του χωρίς ισχυρά και αποτελεσματικά κυβερνητικά προγράμματα, που στηρίζουν την υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και αξιοπρεπή διατροφή.
Αυτή είναι η ιδιοφυΐα της «κοινωνικής δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, που αναπτύχθηκε αρχικά στη Σκανδιναβία, αλλά επεκτάθηκε σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κόστα Ρίκα. Η ιδέα είναι απλή και πανίσχυρη: Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν μίας ευκαιρίας και η κοινωνία θα πρέπει να βοηθά τους πάντες να διασφαλίζουν αυτή την ευκαιρία. Οι οικογένειες θα πρέπει πρωτίστως να έχουν βοήθεια για να αναθρέψουν υγιή και μορφωμένα παιδιά. Οι κοινωνικές επενδύσεις είναι πολύ μεγάλες, χρηματοδοτούμενες από φόρους, τους οποίους οι πλούσιοι πράγματι πληρώνουν και δεν αποφεύγουν.
Αυτή είναι η βασική μέθοδος για να σπάσουμε την διαγενεακή μετάδοση της φτώχειας. Ένα φτωχό παιδί στη Σουηδία έχει από την πρώτη στιγμή κρατική στήριξη. Οι γονείς του παιδιού έχουν εγγυημένη γονεακή άδεια, προκειμένου να μπορέσουν να μεγαλώσουν το βρέφος. Η κυβέρνηση στη συνέχεια προσφέρει υψηλής ποιότητας βρεφονηπιακές υπηρεσίες, που επιτρέπουν στη μητέρα- η οποία γνωρίζει ότι το παιδί της είναι σε ένα ασφαλές περιβάλλον- να επιστρέψει στη δουλειά. Η κυβέρνηση διασφαλίζει ότι όλα τα παιδιά θα έχουν μία θέση σε παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, ώστε να είναι έτοιμα για το σχολείο στην ηλικία των έξι ετών. Και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι καθολική, ώστε το παιδί να μεγαλώνει υγιές.
Η σύγκριση των ΗΠΑ και της Σουηδίας είναι αποκαλυπτική. Στη βάση συγκρίσιμων δεδομένων και ορισμών, που παρέχει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, οι ΗΠΑ παρουσιάζουν ποσοστό φτώχειας 17,3%, σχεδόν διπλάσιο από το 8,4% της Σουηδίας. Και το ποσοστό φυλάκισης στις ΗΠΑ είναι 10 φορές υψηλότερο από εκείνο των 70 ανθρώπων ανά 100.000 στη Σουηδία. Οι ΗΠΑ είναι πλουσιότερες από τη Σουηδία, αλλά οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων είναι πολύ μεγαλύτερες στην Αμερική από ό,τι στη Σουηδία, ενώ οι αμερικανικές αρχές αντιμετωπίζουν τους φτωχούς της χώρας περισσότερο τιμωρητικά παρά υποστηρικτικά.
Μία σοκαριστική πραγματικότητα των τελευταίων ετών είναι ότι η Αμερική παρουσιάζει σήμερα το χαμηλότερο σχεδόν ποσοστό κοινωνικής κινητικότητας μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος. Τα φτωχά παιδιά πιθανότατα θα παραμείνουν φτωχά, τα παιδιά που γεννιούνται στην ευμάρεια, πιθανότατα, θα εξελιχθούν σε εύπορους ενήλικες.
Αυτή η διαγενεακή συνέχεια συνιστά μέγιστη σπατάλη ανθρώπινου ταλέντου. Η Αμερική θα πληρώσει το τίμημα μακροπρόθεσμα, εάν δεν αλλάξει πορεία. Η επένδυση στα παιδιά και τους νέους προσφέρει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος σε μία κοινωνία, τόσο σε οικονομικούς όσο και σε ανθρώπινους όρους.
  JEFFREY D. SACHS, καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Earth Institute στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
  Copyright: Project Syndicate, 2012.
   Πηγή:  Εφημερίδα Ναυτεμπορική

Ά. Τσέχωφ, Διήγημα.

Tις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα “χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν…


- Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια* το μήνα…
- Για σαράντα.
- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ…
- Δύο μήνες και πέντε μέρες…
- Δύο μήνες ακριβώς… Το “χω σημειώσει… Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές… δε δουλεύετε τις Κυριακές.
Πηγαίνετε περίπατο μετα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές…
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
- Τρεις γιορτές… μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα ένα ρούβλια… Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του… Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να “χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι” αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.
- Το “χω σημειώσει!
- Καλά…
- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.

- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου!
Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ” τα…
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
- Και γιατί με ευχαριστείς;
- Για τα χρήματα.
- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
- Οι άλλοι δε μου “διναν τίποτα!…
- Δε σου “διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ” αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

____
  * Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα

ΔΙΑΓΡΑΨΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.......... ΑΝ ΤΟΛΜΑΤΕ !!!!!!!

Γκρεμίστε όλη την Ελλάδα σε βάθος 100 μέτρων .
Αδειάστε όλα τα μουσεία σας, από όλον τον κόσμο.
...Γκρεμίστε κάθε τι Ελληνικό από όλο τον πλανήτη.
Έπειτα σβήστε την Ελληνική γλώσσα από παντού.
Από την ιατρική σας, την. φαρμακευτική σας.
Από τα μαθηματικά σας (γεωμετρία, άλγεβρα).
Από την Φυσική σας, χημεία.
Από την αστρονομική σας.
Από την πολιτική σας.
Από την καθημερινότητα σας.
Διαγράψτε τα μαθηματικά,
διαγράψτε κάθε σχήμα,
κάντε το τρίγωνο-οκτάγωνο, την ευθεία-καμπύλη,
σβήστε την γεωμετρία από τα κτίρια σας, τους δρόμους σας, τα παιχνίδια σας, τα αμάξια σας,
σβήστε την ονομασία κάθε ασθένειας και κάθε φαρμάκου,
διαγράψτε την δημοκρατία και την πολιτική,
διαγράψτε την βαρύτητα και φέρτε το πάνω κάτω,
αλλάξτε τους δορυφόρους σας να έχουν τετράγωνη τροχιά, αλλάξτε όλα τα βιβλία σας (γιατί παντού θα υπάρχει και έστω μια ελληνική λέξη),
σβήστε από την καθημερινότητα σας κάθε ελληνική λέξη,
αλλάξτε τα ευαγγέλια, αλλάξτε το όνομα του Χριστού που και αυτό βγαίνει από τα Ελληνικά και σημαίνει αυτός που έχει το χρίσμα,
αλλάξτε και το σχήμα κάθε ναού (να μην έχει την ελληνική γεωμετρία),
σβήστε τον Μέγα Αλέξανδρο,
σβήστε όλους τους Μυθικούς και Ιστορικούς ήρωες,
αλλάξτε την παιδεία σας,
αλλάξτε το όνομα της ιστορίας,
αλλάξτε τα ονόματα στα πανεπιστήμια σας,
αλλάξτε τον τρόπο γραφής σας, χρησιμοποιήστε τον αραβικό,
διαγράψτε την φιλοσοφία, διαγράψτε, διαγράψτε, διαγράψτε.

Θα πείτε ……… «δεν γίνεται».

Σωστά,....... δεν γίνεται, γιατί μετά δεν θα μπορείτε να στεριώσετε ούτε μία πρόταση!

Δεν γίνεται να σβήσει η Ελλάδα, ο Έλληνας, η προσφορά του πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.

Η πρόκληση πάντως ισχύει……….
Από Γάλλο λογοτέχνη:
Robert Najemy
ΔΙΑΓΡΑΨΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.......... ΑΝ ΤΟΛΜΑΤΕ !!!!!!!
«ΔΙΑΓΡΑΨΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…….ΑΝ ΤΟΛΜΑΤΕ»

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me