Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Το σκιουράκι – Ερωτική ιστορία!!

Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε και κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα μοιαζε μ’ όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε , το σκαγε απ’ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιούν νερό….
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια…
Το σκιουράκι ένοιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ’ αγαπάς?
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν. Κι άλλα του λέγανε: Δεν έχω χρόνο – ή δεν ξέρω τι είναι ν αγαπάς….
Κι αυτό γινότανε κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ. Έλα ν αγαπηθούμε.
- Μπορείς? Πόσο χαίρομαι!
- Πες μου όμως, τι πα’ να πει ν αγαπηθούμε?
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόντουσαν στα μάτια για μερόνυχτα….
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι βέβαια. Αλοίμονο αν ήταν τόσο απλό. Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα! …
- Τι ωραίο να σ’ αγαπάω!
Τώρα δεν αγαπιόμαστε?
- Όχι ακόμα. Για ν αγαπηθούμε πα να πει και να χουμε κάτι ο ένας απ τον άλλον. Έλα ν αλλάξουμε χρώματα. Δως μου λίγο απ το καστανόμαυρο τρίχωμα σου κι εγώ θα σου δώσω απ το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν…
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει ν αγκαλιαστουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μια αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεε… ώπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Τώρα.
Και που λέτε όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγιναν κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει μια βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ αστέρια – έγιναν ένα …
Κι ύστερα βγήκε απ τον ουρανό τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ τα σύννεφα…
Και πέρασε καιρός. Να τανε χρόνια, να τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος είναι άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψυθίρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστικα από το τρέξιμο. Θα θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες? Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι. Έπειτα το χω ξανακάνει. Λίγοι αντέχουν δεύτερη φορά. Ειναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω…
Αυτά είπε. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, πήδηξε πάνω σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε…
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είναι αστείο να τρέχω μόνο μου στον ουρανό…
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ ορκίζομαι – το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεε … ωωωωωωω… Είναι κανείς εδώ? Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιός θα μπορούσε να μου πει πως θα ξαναγυρίσω πίσω?
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανείς.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα? Εεεεε …. ωωωωω…. Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ?
Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στ αυτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σαν να βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
- Μου μίλησε κανείς? Τίποτα δε βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στο Γαλαξία. Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Εγώ μόνο μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω απ τη γη., κι έτσι ύστερα σιγά – σιγά θα κατεβούμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι ενέργεια μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε, θα πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε…
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω?
- Ξέρω κι εγώ? … το τρίχωμα σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι απ την καρδιά σου…
- Το τρίχωμα μου και οι πατούσες μου είναι δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει…
- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καιώ την πρώτη… Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά… Το σκιουράκι, μ ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φάνηκε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του. Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι αυτόν. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ αυτό…
- Σσσσσς! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα… Καίω τη δεύτερη πατούσα. Κατεβαίνουμε …
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελλά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθάρα, τα δέντρα, τα πουλάκια, του ποτάμι και ξαφνικά…
Πλάτς! … Και μετά τίποτα…
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του βαζε οινόπνευμα κι ύστερα του φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του βαζε επιδέσμους και το χάιδευε….
- ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως είδε να σκύβει από πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στα μάτια του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνομοσύνη δεν μπορούσε. Κοιτάζονταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα….
- Μπορείς να μ αγαπάς?
Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δε μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να σ αγαπήσω…
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ΄τη δική μου.
- Όμως ν αγαπηθούμε πα να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί? Ν αγαπηθούμε πα να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να μαστε οι δυό μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέξουμε, ούτε που θα πάμε…
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ αγαπάς θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα ναι πιο όμορφα, γιατί θ ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα είμαστε εμείς….
Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να ξέρω?
Λένε πως τους είδανε να φεύγουν για την Ανατολή, περπατώντας και οι δυο μετα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε… Ο απόηχος απ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δέντρων.
- Λένε …
Πάντως ποτέ – μα ποτέ – κανείς δεν τους ξανάδε πια!
 Λίλη Λαμπρέλλη

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Το ταξίδι του τρελού!!!!

Το ταξίδι του τρελού ξεκινάει πολύ απλά. Με ένα μικρό βήμα. Ο κόσμος είναι ένα μεγάλο και επικίνδυνο μέρος αλλά ο
τρελός δε νοιάζεται. Κρατάει όλα τα υπάρχοντά του σε ένα μικρό σακούλι
στερεωμένο σε ένα ξύλο. Δεν έχει πολλά. Η περιουσία του είναι η καρδιά του. Τα αισθήματά του. Οι αναμνήσεις του. Όταν ο
πύργος σου καταρρέει, δε σου μένουν πολλά. Μόνο αυτά που έχουν πραγματικά σημασία. Ο τρελός τρέχει. Τρέχει να ξεφύγει από τον εαυτό του, αλλά το ταξίδι είναι μακρύ. Και ο προορισμός του κρυμμένος. Ο τρελός ψάχνει να βρει τον εαυτό του κι ας μην το ξέρει.

Μερικές φορές, το δυσκολότερο πράγμα είναι βρεις τον εαυτό σου. Να καθίσετε σε μια άκρη, οι δυό σας και να τα πείτε. Κανείς δεν είναι τέλειος. Στην πορεία γίνονται λάθη, άλλες φορές μοιραία, άλλες λιγότερο. Αλλά πάντα με επιπτώσεις. Το μυστικό δεν είναι να μην κάνεις λάθη, αλλά να διδάσκεσαι απ' αυτά και να μην τα επαναλαμβάνεις.

Πολλές φορές ο τρελός κοιτάει πίσω. Βλέπει τα λάθη του και τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. Αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει. Κάνει κύκλους και τα βρίσκει πάλι μπροστά του. Έμαθε να ζει μ'αυτό. Τα λάθη του κατέστρεψαν ό,τι πιο πολύτιμο είχε, έκαψαν τη ζωή του και τον έβγαλαν στους δρόμους. Του άφησαν μόνο ένα σακούλι με αισθήματα και αναμνήσεις. Και τώρα ο τρελός τα φυλάει σαν τον μεγαλύτερο θησαυρό. Αλλά αποφεύγει να τα κοιτάξει. Τα έχει κρυμμένα γιατί του θυμίζουν ποιος είναι. Τι έχασε. Τις ευθύνες και τις επιπτώσεις. Και ο τρελός τρέχει. Τρέχει μακριά και επιπόλαια, διωγμένος απ' όλους. Μόνος. Γιατί αυτό είναι το ταξίδι του. Και όταν ο τρελός σταματάει να είναι μόνος, πάλι μόνος του είναι. Κι όταν ο τρελός νομίζει πως το ταξίδι τελείωσε, αυτό μόλις ξεκινάει. Και όταν ο τρελός ανοίγει το σακούλι του, προσφέρει απλόχερα τα μόνα υπάρχοντά του σε αυτόν που τα ζητάει. Προσφέρει τον μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου αλλά κανείς δε νοιάζεται.


Ο τρελός πονάει. Γιατί κανένας δεν τον καταλαβαίνει. Παλιότερα ζητούσε βοήθεια, αλλά κατάλαβε πως κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Παλιότερα δικαιολογούσε τους άλλους αλλά τώρα δεν τον νοιάζει. Παλιότερα δικαιολογούσε τον εαυτό του αλλά τώρα τον μισεί. Παλιότερα προσπαθούσε να μην είναι μόνος αλλά τώρα έχει καταλάβει πως δε γίνεται αλλιώς. Παλιότερα νόμιζε πως αρκεί να ανοίξει το σακούλι του και πως αυτό μόνο θα έφτανε, αλλά τώρα κατάλαβε πως δεν είναι αρκετό. Κατάλαβε πως ο κόσμος ποδοπατάει τα

αισθήματα γιατί τα φοβάται και πως οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν και παγώνουν. Για αυτό ο τρελός αποφάσισε να κρατήσει το σακούλι του κλειστό απο δω και πέρα.


Κι όταν ο τρελός κοιτάει τον ουρανό, βλέπει ένα λαμπρό άστρο και μελαγχολεί. Γιατί κάποτε, το άστρο αυτό ήταν δίπλα του και το φως του τον έλουζε. Αλλά ο τρελός το αγάπησε τόσο που έτρεμε πως θα του φύγει. Και το άστρο τρόμαξε και σταμάτησε να λάμπει. Και ο τρελός θύμωσε αλλά το άστρο παρέμενε σβηστό. Και ο τρελός φώναξε αλλά το άστρο τίποτα. Και ο τρελός προσπάθησε αλλά το άστρο δεν ανταποκρινόταν. Και ο τρελός άνοιξε το σακούλι του και το άστρο τρεμόσβησε. Και ο τρελός άρχισε να ελπίζει και έβγαζε ό,τι πιο πολύτιμο είχε απ'το σακούλι και το έδινε απλόχερα στο άστρο. Αλλά μάταια. Το άστρο έφυγε και ανέβηκε πάλι στον ουρανό, μακριά από τον τρελό. Και άρχισε να λαμπυρίζει δυνατά και έδειξε στον τρελό πως δεν τον χρειάζεται. Και ο τρελός έκλαψε γιατί εκείνος χωρίς το άστρο ήταν νεκρός. Άδειος. Και ο τρελός πόνεσε και προσπάθησε να φτάσει πάλι το άστρο αλλά δεν μπορούσε. Γιατί το άστρο πια φώτιζε άλλες χώρες. Και ο τρελός πέθανε.


Κι όταν ο θάνατος είδε τον τρελό, χαμογέλασε.


"Εσύ πάλι;", του είπε και τον πήρε από το χέρι.

"Πολλοί με φοβούνται", του είπε ξανά, "αλλά αγνοούν την πραγματική μου φύση. Βλέπεις, είμαι αναγκαίος. Αν τα πράγματα ήταν αιώνια, τίποτα δε θα είχε νόημα. Προσφέρω τη δυνατότητα για αλλαγή, για ανανέωση. Λυπηρό πολλές φορές, συμφωνώ, μα αναγκαίο".

"Γιατί πρέπει να γίνει έτσι;", ρώτησε ο τρελός.

"Δεν ξέρω", απάντησε ο θάνατος. "Εσύ ξέρεις, δικός σου είναι ο δρόμος".

"Απλά θέλω άλλη μια ευκαιρία"

"Όλοι θέλουν απλά μια ευκαιρία. Αλλά δεν υπάρχει. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Επισκέπτομαι με την ίδια ευκολία παιδιά, γονείς, γέρους, άρρωστους, υγιείς, πλούσιους και φτωχούς. Είμαι αυτός που ισορροπεί τη ζυγαριά. Κι όταν έρχομαι δε φεύγω ποτέ με άδεια χέρια".

Ο θάνατος τραβούσε κουπί σε έναν σκοτεινό ποταμό. Ψάρια ξεπρόβαλαν το κεφάλι τους, κοιτούσαν τον τρελό και ξαναβουτούσαν στα σκοτεινά νερά.

"Είναι η χώρα των νεκρών", είπε ο θάνατος. "Και πρέπει να την διασχίσεις".

"Τι υπάρχει πέρα από δω;", ρώτησε ο τρελός.

"Τι υπάρχει στην πίσω πλευρά του καθρέφτη όταν τον κοιτάζεις;", ρώτησε ο θάνατος.

Ο τρελός βρέθηκε σε μια ακτή με μαύρο χορτάρι. Στον ορίζοντα υψωνόταν ένας λόφος και στην κορυφή του ένα σκοτεινό κτίσμα. Μπροστά του απλωνόταν ένας δρόμος.

"Τι είναι αυτό;", ψιθύρισε ο τρελός.

"Ο Πύργος", απάντησε μια φωνή.

Ο τρελός γύρισε και αντίκρισε έναν κρεμασμένο. Ήταν ανάποδα, το κεφάλι του προς το έδαφος, τα χέρια του ανοιχτά σχημάτιζαν ένα τρίγωνο. Το αριστερό του πόδι δεμένο σε ένα κλαδί που έμοιαζε με ανκ και το δεξί διπλωμένο μπροστά από το γόνατο. Από κάτω του αναδευόταν ένα φίδι.

"Ποιος είσαι;", ρώτησε ο τρελός.

"Είμαι ο κρεμασμένος", απάντησε εκείνος. "Είμαι η κάθοδος, αυτή που έκανες κι εσύ. Είμαι η θυσία σου. Λένε πως τα πάντα έχουν ένα τίμημα, πως όλα απαιτούν θυσίες. Είμαι η θυσία που σε οδήγησε στο σκοτάδι ώστε να μπορέσεις να ξαναβγείς στο φως. Ήμουν εσύ, ώσπου αποφάσισες να γίνεις εγώ".

"Εγώ το μόνο που θέλω είναι το άστρο μου", απάντησε ο τρελός.

"Είμαι τα θέλω σου που πρέπει να θυσιάσεις για να κοπούν τα δεσμά σου. Όσο ζητάς, όσο ελπίζεις, όσο φοβάσαι δε θα ελευθερωθείς ποτέ".

"Τι πρέπει να κάνω;", ρώτησε ο τρελός.

"Δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι πλέον. Μόνο προς τα κάτω", είπε ο κρεμασμένος κοιτάζοντας την ανηφόρα που οδηγούσε στον Πύργο. Το φίδι από κάτω του σίριξε.

Ο τρελός ακούμπησε το ξύλο με το σακούλι στον ώμο του και προχώρησε τον σκοτεινό δρόμο. Ο πύργος τον παρακολουθούσε αμίλητος. Ήταν όμως πολύ σκοτεινά και τα δέντρα ψηλά και τρομακτικά. Περίεργα ζωώδη μάτια παρακολουθούσαν τον τρελό στο σκοτάδι. Φοβήθηκε.

"Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο", είπε.

"Μην απελπίζεσαι", του είπε μια φωνή. "Θα σου δείξω εγώ το δρόμο"

Δίπλα του έστεκε ένας άνθρωπος ντυμένος με ένα κόκκινο μανδύα που κρατούσε στο ενα χέρι μία ράβδο με φίδια και στο άλλο ένα φανάρι που έλαμπε λες και είχε κλεισμένο μέσα τον ήλιο. Το σκοτάδι υποχωρούσε αμέσως στο πέρασμά του και η γη άνθιζε και τα δέντρα καρποφορούσαν.

"Είμαι ο Ερημίτης. Οδηγώ τις χαμένες ψυχές στον προορισμό τους. Τις βοηθώ να δουν τον δρόμο που απλώνεται μπροστά τους και να βρουν τις απαντήσεις που γυρεύουν".

"Ποιος είναι ο προορισμός μου;", ρώτησε ο τρελός.

"Από δω", του είπε ο Ερημίτης προχωρώντας. "Κατέβηκες να κάνεις το πιο μεγάλο ταξίδι απ' όλα. Να διασχίσεις το σκοτάδι για να βγεις αναγεννημένος στο φως. Να δεις τον εαυτό σου και τον κόσμο με καινούργια μάτια. Από την αρχή. Να καταλάβεις τα μυστικά και τις δυνατότητές σου. Να αντιμετωπίσεις τους εσώτερους φόβους και ελπίδες σου. Να ελευθερωθείς".

"Και πως θα το κάνω αυτό;", ρώτησε τρομαγμένος ο τρελός. "Είμαι μόνος μου και ο τόπος αυτός πολύ σκοτεινός. Υπάρχουν παντού άγρια ζώα έτοιμα να με κατασπαράξουν αν βγω λίγο από το δρόμο".

"Θα χρειαστείς κάποια εφόδια", του είπε ο ερημίτης κοιτώντας την πρόχειρη και ατημέλητη φορεσιά του και το αστεία παράξενο καπέλο του. "Πραγματικά... Δε σκέφτηκες να βάλεις κάτι πιο επίσημο;", του είπε χαμογελώντας. "Θα βρεις πως έχεις πολλούς συμμάχους στο ταξίδι σου. Για την ακρίβεια, ακόμα και οι εχθροί είναι σύμμαχοί σου καθώς πολλές φορές σε αναγκάζουν να υπερβείς τις δυνατότητές σου για να τους ξεπεράσεις. Το κάθε τι είναι κομμάτι της πορείας σου, έτοιμο να σε διδάξει τρομερές γνώσεις, αν είσαι πρόθυμος να ακούσεις και να μάθεις... Έλα... Θα πάμε στην τέχνη...".

Προχώρησαν αρκετά στον φιδογυριστό δρόμο αλλά δεν τους ενόχλησε τίποτα. Ο Ερημίτης απαντούσε ευγενικά και κρυπτικά σε όλες τις ερωτήσεις του τρελού λέγοντάς του συνεχώς: "Οι λάθος ερωτήσεις δίνουν απλά λάθος απαντήσεις. Οι σωστές ερωτήσεις δίνουν ακόμα περισσότερες

ερωτήσεις".

Μετά από κάποια ώρα, συνάντησαν την τέχνη. Είχε δύο κεφάλια, ένα μαύρο και ένα άσπρο και ένα σώμα που καλυπτόταν με ένα πράσινο φόρεμα. Τα χέρια της, (πάλι ένα άσπρο και ένα μαύρο, αντίθετα από τα κεφάλια) κρατούσαν το άσπρο ένα κύπελλο με νερό και το μαύρο μια φλόγα. Τα δύο συστατικά ανακατεύονταν, ενώνονταν με έναν μυστικό γάμο και κατέληγαν σε μια χρυσή χύτρα που την φύλαγαν ένα άσπρο λιοντάρι και ένας κόκκινος αετός. Τα κεφάλια σηκώθηκαν και κοίταξαν τον τρελό.

"Α... Είπαν... Καλωςήρθες. Σε περιμέναμε..."

"Τι είσαι;", μπόρεσε να ψελλίσει αμήχανα ο τρελός.

"Είμαι η τέχνη. Το τέλειο αποτέλεσμα του μυστικού αλχημικού γάμου. Είμαι η ένωση των δύο αντιθέτων σε ένα σώμα ανώτερο και από τα δύο μαζί. Δες. Η φωτιά θερμαίνει το νερό, το νερό σβήνει τη φωτιά. Κι από αυτή την ένωση προέρχεται όλη η δημιουργία. Τα πάντα. Είμαι σαν εσένα. Είμαι το δημιουργικό μηδέν".

"Πως μπορείς να με βοηθήσεις στο δρόμο μου;", ρώτησε ο τρελός.

"Αν θες να διασχίσεις τον σκοτεινό τούτο τόπο θα χρειαστείς την ασπίδα της ελαφρότητας και το ξίφος της θέλησης. Να τα έχεις πάντα μαζί σου και δε θα αποτύχεις. Κανείς εχθρός δε θα μπορέσει να σε βλάψει", είπε και το λευκό χέρι της κρατούσε μια διάφανη ασπίδα ενώ το μαύρο ένα μυτερό ξίφος.
"Δέξου τα", του είπε.

"Τα δέχομαι", είπε ο τρελός και τα πήρε στα χέρια του. Η ασπίδα ήταν πανάλαφρη και σχεδόν διάφανη και το ξίφος κοφτερό και λεπτό. Μέσα του γυάλιζε ακόμα η φλόγα της φωτιάς. Ο τρελός ένιωσε δυνατός και χαμογέλασε.

"Ευχαριστώ τέχνη", είπε και έζωσε το σπαθί στη ζώνη του.

Και ο τρελός πάλεψε πολλά τέρατα της χώρας των σκιών με τα όπλα αυτά και βγήκε νικητής. Και άρχισε να νιώθει αυτοπεποίθηση και δύναμη και κοίταξε στον ουρανό και είδε πως το άστρο τον κοιτούσε γελαστό.

"Για σένα!", φώναξε και γέλασε μαζί του.

"Σε ποιον μιλάς;", του είπε μια φωνή.

"Στο άστρο μου", είπε ο τρελός, χωρίς καν να κοιτάξει την πηγή της.

"Δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Βρισκόμαστε στην χώρα των νεκρών... Τα άστρα σου είναι σβηστά εδώ...", είπε η φωνή και ξέσπασε σε ένα μακάβριο γέλιο.

Πράγματι. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και άδειος. Ο τρελός έσκυψε το κεφάλι και δάκρυσε ξανά. Θυμήθηκε και άκουσε τα λάθη του να τον κυνηγούν. Αυτή τη φορά όμως δε θα έτρεχε. Θα έμενε εκεί που ήταν να τα αντιμετωπίσει! Ήταν γενναίος πια... Είχε τα όπλα του και τίποτα δε θα τον σταματούσε.

Ο τρελός ήταν αφελής.

Τα λάθη του τον παρέσυραν με ορμή και έπεσαν πάνω του σαν άγρια και πεινασμένα θηρία. Του έσπασαν το ξίφος και του θρυμμάτισαν την ασπίδα. Του κατασπάραξαν το σώμα και του ξερίζωσαν την καρδιά. Τον άφησαν ένα άδειο κουφάρι στην άκρη του δρόμου για τον Πύργο. Χόρτασαν. Γέλασαν. Έπαιξαν. Τιμώρησαν. Και έφυγαν ικανοποιημένα.

Ο τρελός έμεινε εκεί για χρόνια και χρόνια ανήμπορος να κουνηθεί. Ανήμπορος να σηκωθεί. Μόνο θυμόταν και όποτε η θύμησή του αγγιζόταν από το φως του άστρου, πίδακες αίματος πετάγονταν εκεί που κάποτε βρισκόταν η καρδιά του.

"Δεν πειράζει...", σκεφτόταν, "Πάρτη... Σου ανήκει... Στην προσφέρω κι εσύ την αφήνεις δίπλα σαν βεντάλια που πλέον κουράστηκες να κάνεις αέρα. Γιατί δε ζεσταίνεσαι πια... Δεν πειράζει... Για σένα..."

Και ο τρελός ένιωσε ελεύθερος. Κατάλαβε πως δεν πρέπει να περιμένει αντάλλαγμα για τίποτα. Ο τροχός του Κάρμα είναι τυφλός. Μπορούμε μόνο να δώσουμε. Μέχρι εκεί φτάνει η εξουσία μας.

Ο τρελός χαμογέλασε. Και εκεί στην χώρα των νεκρών ο τρελός πέθανε.

Κι όταν ο θάνατος είδε τον τρελό, χαμογέλασε.

"Εσύ πάλι;", του είπε και τον πήρε από το χέρι…



Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me